Μελέτη βοηθά να κατανοηθεί γιατί τα παιδιά των παχύσαρκων μητέρων έχουν μεταβολικές ασθένειες

Ζήσης Ψάλλας

Μια  μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Molecular Human Reproduction βοηθά να κατανοηθεί γιατί οι παχύσαρκες μητέρες έχουν παιδιά με τάση να αναπτύξουν μεταβολική νόσο.

Η γενετική μετάδοση μεταβολικών ασθενειών μπορεί να σχετίζεται με την ανεπάρκεια μιας πρωτεΐνης που λέγεται Mfn2 στα ωοκύτταρα της μητέρας.

Η Mfn2 αναφέρεται στη μιτοφουσίνη-2, μια πρωτεΐνη που εμπλέκεται στη ρύθμιση του πολλαπλασιασμού των αγγειακών λείων μυών. Βρίσκεται συνήθως στην εξωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων, των οργανιδίων που παράγουν ενέργεια. 

Ο απόγονοι κέρδισαν περισσότερο βάρος και είχαν γίνει διαβητικοί μέχρι την ηλικία των 9 μηνών, παρά το γεγονός ότι είχαν την ίδια διατροφή με τα ποντίκια ελέγχου.

Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι τα μιτοχόνδρια των ωαρίων ήταν πιο συσσωματωμένα από το κανονικό, διευρύνθηκαν στο διπλάσιο του αναμενόμενου μεγέθους και ήταν πιο μακριά από το ενδοπλασματικό δίκτυο, ένα οργανίδιο με το οποίο πρέπει να αλληλεπιδράσουν για την εισαγωγή ασβεστίου και άλλων ουσιών ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία τους.

Τα αποτελέσματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι η ανεπάρκεια σε Mfn2 θέτει σε κίνδυνο την αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο οργανιδίων, επηρεάζοντας τις λειτουργίες και των δύο στα ωάρια.

Χρησιμοποιώντας τον προσδιορισμό αλληλουχίας RNA, οι ερευνητές βρήκαν 517 γονίδια που εκφράστηκαν λιγότερο στα γενετικά τροποποιημένα ωάρια των ζώων απ' ό,τι στα ποντίκια ελέγχου και 426 γονίδια που εκφράστηκαν περισσότερο.

Η ανάλυση στα κύτταρα του παγκρέατος έδειξε ότι η παραγωγή ινσουλίνης ήταν φυσιολογική, αλλά το επίπεδο της ινσουλίνης στην κυκλοφορία του αίματος μειώθηκε και το σήμα που έστελνε στα κύτταρα των μυών και του ήπατος ήταν αδύναμο.

Τα αποτελέσματα αυτών των αναλύσεων έδειξαν ότι οι μυς και το ήπαρ των απογόνων λάμβαναν μικρή ποσότητα ινσουλίνης, παρόλο που το επίπεδο παραγωγής της ινσουλίνης από το πάγκρεας ήταν φυσιολογικό. Αυτό υποστηρίζει την υπόθεση ότι η ινσουλίνη διασπάται γρηγορότερα στον οργανισμό αυτών των ζώων.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η διατροφή ενός ατόμου επηρεάζει το μιτοχονδριακό σχήμα, κάτι που αλλάζει την κυτταρική φυσιολογία. Οι πρωτεΐνες που ρυθμίζουν τη μιτοχονδριακή μορφολογία είναι επομένως πιθανοί θεραπευτικοί στόχοι και πρέπει να διερευνηθούν σε μελλοντική έρευνα. Mfn2, παρατηρήθηκαν μεταβολές στα ωάρια και στους απογόνους, αλλά η γονιμότητα δεν επηρεάστηκε. 

Διαβάστε ακόμη...