Οι άνθρωποι που χάνουν σύζυγο ή σύντροφο λόγω αυτοκτονίας, αντιμετωπίζουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο για διάφορες ψυχικές και σωματικές παθήσεις, μεταξύ των οποίων καρκίνο και κατάθλιψη, σύμφωνα με μια νέα αμερικανο-δανική επιστημονική έρευνα.
Περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι αυτοκτονούν κάθε χρόνο παγκοσμίως και τα ποσοστά αυτοκτονιών εμφανίζουν αυξητική τάση σε αρκετές χώρες. Η μελέτη – η πρώτη μεγάλη κλίμακας ανάλυση των επιπτώσεων μιας αυτοκτονίας για το «έτερο ήμισυ»- αναδεικνύει την ανάγκη φροντίδας και υποστήριξης για όσους θρηνούν μέσα στη μοναξιά την απώλεια του αγαπημένου τους ανθρώπου.
Οι ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας Μπλούμπεργκ του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς στη Βαλτιμόρη και του Δανικού Ινστιτούτου Ερευνών για την Πρόληψη των Αυτοκτονιών στην Κοπεγχάγη, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ανέτ Ερλάνγκσεν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό ψυχιατρικής “JAMA Psychiatry”, ανέλυσαν στοιχεία για 4.814 άνδρες και 10.793 γυναίκες στη Δανία, που είχαν χάσει σύζυγο ή σύντροφο λόγω αυτοκτονίας μεταξύ 1980-2014. Στη συνέχεια, συνέκριναν την υγεία των ατόμων αυτών με την υγεία του γενικού πληθυσμού.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι θρηνούσαν απώλεια λόγω αυτοκτονίας, είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν καρκίνο, κίρρωση του ήπατος, κήλη δίσκου σπονδυλικής στήλης, διαταραχές ύπνου, κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, κατάχρηση αλκοόλ και -ειδικά οι γυναίκες- χρόνιες αναπνευστικές νόσους. Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα αυξημένος κατά την πρώτη πενταετία μετά την απώλεια.
«Είναι μια τελείως συγκλονιστική εμπειρία, όταν κάποιος που αγαπάς πολύ, ξαφνικά αυτοκτονεί. Η μελέτη μας δείχνει ότι είναι κάτι διαφορετικό από το να χάσεις ένα σύντροφο λόγω κάποιας άλλης αιτίας θανάτου, όπως μια αρρώστια ή ένα ξαφνικό ατύχημα» δήλωσε η δρ Ερλάνγκσεν.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι όσοι είχαν βιώσει την εμπειρία της αυτοκτονίας του συντρόφου τους και ξαναπαντρεύονταν, είχαν στη συνέχεια πολύ μικρότερο ποσοστό διαζυγίου σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.