Έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας διαπιστώνει την ανάγκη εκπαίδευσης των αθλητών σε θέματα διατροφής, όπως είναι η επιλογή τροφίμων, η παρασκευή και ο χρόνος λήψης των γευμάτων, η χρήση και η αποτελεσματικότητα των συμπληρωμάτων διατροφής και η κάλυψη των αναγκών σε υγρά κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο εργαστήριο βιοχημείας της άσκησης του Κέντρου Έρευνας και Αξιολόγησης της Φυσικής Απόδοσης του ΤΕΦΑΑ, και εντάσσεται στο πλαίσιο προσπάθειας που έχει ξεκινήσει για την καταγραφή των διατροφικών συνηθειών των αθλητών που συμμετέχουν σε ατομικά και ομαδικά αθλήματα.
Επικεφαλής της όλης δράσης είναι ο Θανάσης Τζιαμούρτας, αναπληρωτής καθηγητής βιοχημείας της άσκησης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Απώτερος σκοπός, όπως ο ίδιος σημειώνει στο ΑΜΠΕ, «είναι να δώσουμε τις κατάλληλες πληροφορίες στους αθλητές και τις αθλήτριες έτσι ώστε να μπορέσουν να μεγιστοποιήσουν την απόδοσή τους αλλά και να αποκτήσουν τις βάσεις για μια υγιεινή διατροφή την οποία θα ακολουθούν εφ’ όρου ζωής».
Μια μελέτη που υλοποιήθηκε πρόσφατα από το εργαστήριο αποτύπωσε τις διατροφικές συνήθειες αθλητών υδατοσφαίρισης. Σκοπός της ήταν η καταγραφή, η ανάλυση, η αξιολόγηση και η σύγκριση της διαιτητικής πρόσληψης αθλητών και αθλητριών υδατοσφαίρισης.
Κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων, παρατηρήθηκαν ορισμένες αποκλίσεις από τις συνιστώμενες οδηγίες για αθλητές. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον κ. Τζιαμούρτα, διαπιστώθηκε μειωμένη ενεργειακή πρόσληψη σε σχέση με τις ενεργειακές ανάγκες, έτσι όπως αυτές υπολογίστηκαν με καταγραφή των δραστηριοτήτων των αθλητών κατά τη διάρκεια ενός 24ώρου. Επίσης, διαπιστώθηκε μειωμένη πρόσληψη υδατανθράκων, εκφραζόμενη είτε ποσοστιαία, είτε ανά κιλό σωματικού βάρους. Η ποσοστιαία πρόσληψη των υδατανθράκων ήταν λίγο πιο κάτω από το 50% και λίγο πιο κάτω από τα 5 γραμμάρια ανά κιλό σωματικού βάρους. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι υδατάνθρακες αποτελούν μία κύρια πηγή ενέργειας για τις αθλητικές δραστηριότητες, τότε πρέπει να γίνουν προσπάθειες για να μπορέσει να αυξηθεί η ημερήσια πρόσληψη αυτού του θρεπτικού στοιχείου.
Η πρόσληψη πρωτεϊνών, τονίζει ο ίδιος, κυμάνθηκε εντός των ορίων της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης τόσο για τους αθλητές, όσο και για τις αθλήτριες.
Η πρόσληψη λιπών, εκφραζόμενη ποσοστιαία, παρουσιάστηκε υψηλή για τις γυναίκες αθλήτριες, με αποτέλεσμα την ιδιαίτερα χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων, ενώ οι άνδρες αθλητές είχαν πρόσληψη λιπών μέσα στα συνιστώμενα όρια. Παρόμοια ευρήματα αναφέρθηκαν σε έρευνες άλλων ερευνητών, που πραγματοποιήθηκαν σε αθλητές και αθλήτριες υγρού στίβου και πετοσφαίρισης.
Επίσης, προγενέστερες εργασίες του εργαστηρίου, που πραγματοποιήθηκαν σε αθλητές στίβου, έδειξαν και πάλι ότι η πρόσληψη των λιπών ήταν αυξημένη, ενώ η πρόσληψη των υδατανθράκων ήταν χαμηλότερη του ενδεικνυόμενου. Ωστόσο, στην εν λόγω εργασία οι αθλητές και οι αθλήτριες παρουσίασαν και αυξημένη πρόσληψη κορεσμένων λιπών, των κακών δηλαδή λιπαρών.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις, σύμφωνα με τον κ. Τζιαμούρτα, είναι ιδιαίτερα σημαντικές για δύο λόγους. Από τη μια πλευρά σχετίζονται με την απόδοση, αφού οι υδατάνθρακες αποτελούν ίσως την πιο σημαντική ενεργειακή πηγή για τους αθλητές και αυτή παρουσιάζεται μειωμένη, με αποτέλεσμα και η πιθανότητα για μειωμένη απόδοση να είναι αυξημένη, και από την άλλη η αυξημένη πρόσληψη των λιπών μπορεί να επηρεάσει μακροπρόθεσμα την υγεία των αθλητών.
Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης πως οι αθλητές παρουσίασαν μειωμένη πρόσληψη φυλλικού οξέος, ενός σημαντικού παράγοντα ερυθροποίησης, δηλαδή δημιουργίας ερυθρών αιμοσφαιρίων. Παράλληλα, τα επίπεδα της βιταμίνης Ε, μιας σημαντικής αντιοξειδωτικής βιταμίνης, ήταν χαμηλότερα της συνιστώμενης ημερήσιας δόσης, ενώ παρατηρήθηκε μειωμένη πρόσληψη υγρών, ίσως εξαιτίας της φύσης του αθλήματος.
Ένα χρόνιο θέμα συζήτησης σχετικά με τη διατροφή των αθλητών και των αθλητριών, σημειώνει ακόμα ο κ. Τζιαμούρτας, αποτελεί η διατροφική υποστήριξη των αναγκών που δημιουργούνται από την εφαρμογή των προπονητικών προγραμμάτων και η επίτευξη των επιθυμητών επιπέδων μυϊκής μάζας και σωματικού λίπους για το κάθε άθλημα.
Ο επαρκής εφοδιασμός των αθλητών και αθλητριών σε ημερήσια βάση κρίνεται αναγκαίος για τις βιολογικές προσαρμογές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των προπονήσεων. H ελλιπής ενεργειακή πρόσληψη, σε συνδυασμό με τις αυξημένες ενεργειακές δαπάνες των αθλητών, δημιουργούν ένα αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο, το οποίο σταδιακά είναι δυνατόν να επιφέρει απώλεια βάρους, αστάθεια στην ποιοτική και ποσοτική απόδοση των αθλητών, καθυστερημένη ανάνηψη από προπονήσεις, τραυματισμούς, αφυδάτωση, και επιπλέον για τις γυναίκες εμμηνορροϊκή δυσλειτουργία και χαμηλή οστική πυκνότητα, καταλήγει ο αναπληρωτής καθηγητής βιοχημείας της άσκησης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.