Η λήψη βιταμίνης D σε υψηλότερες δόσεις από τις συνιστώμενες μπορεί προφυλάξει τους ηλικιωμένους, ανεξαρτήτως φύλου, από τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής, της συχνότερης αρρυθμίας του καρδιακού ρυθμού που πολλαπλασιάζει έως και πέντε φορές τον κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο. Τα σχετικά ευρήματα από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Φινλανδίας δημοσιεύονται στο American Heart Journal.
Δεν είναι πρώτη φορά που επιβεβαιώνεται ερευνητικά η σύνδεση της βιταμίνης του ήλιου με την καρδιαγγειακή υγεία. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας είχαν διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι με ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν καρδιαγγειακές νόσους και υπέρταση συγκριτικά με όσους έχουν φυσιολογικά επίπεδα, με πρόσφατη μελέτη να αναδεικνύει και την αντίστροφη σχέση, ότι η λήψη συμπληρώματος βιταμίνης D συνδέεται με μικρότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Στην τελευταία μελέτη με τίτλο “Finnish Vitamin D Trial (FIND)” που «έτρεξε» το διάστημα 2012–2018, οι ερευνητές αναζήτησαν πιθανούς συσχετισμούς μεταξύ της λήψης συμπληρωμάτων βιταμίνης D και της επίπτωσης καρδιαγγειακών νοσημάτων και καρκίνων. Για τη διεξαγωγή της διαμόρφωσαν ένα δείγμα 2.495 ανδρών 60 ετών και άνω και γυναικών 65 ετών και άνω, οι οποίοι διακρίθηκαν τυχαία σε μία ομάδα εικονικού φαρμάκου και σε δύο ομάδες συμπληρωμάτων βιταμίνης D3, η μία με ημερήσια λήψη 40 μικρογραμμάρια ή µg (1.600 IU) και η άλλη 80µg (3.200 IU), ενώ όλοι οι συμμετέχοντες μπορούσαν να λαμβάνουν το προσωπικό τους συμπλήρωμα βιταμίνης D, έως 20µg (800 IU) την ημέρα. Τα 20µg είχαν οριστεί στην αρχή της μελέτης ως η συνιστώμενη δόση για αυτές τις ηλικίες.
Οι συμμετέχοντες δεν είχαν διαγνωστεί με καρδιαγγειακή νόσο ή καρκίνο κατά την έναρξη της πειραματικής διαδικασίας, στη διάρκεια της οποίας συμπλήρωναν ερωτηματολόγια σχετικά με τον τρόπο ζωής, τη διατροφή τους και παράγοντες κινδύνου για διάφορες ασθένειες. Ένα 20% περίπου των συμμετεχόντων επιλέχθηκε τυχαία για λεπτομερέστερες εξετάσεις και δείγματα αίματος.