Νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό PLOS OΝΕ, δείχνει πως οι ενήλικες που κοιμούνται λίγο έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, καθώς και να εμφανίζουν διαταραχές σε μεταβολικούς δείκτες.
Για τους σκοπούς της μελέτης, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από 1.615 ενήλικες, οι οποίοι παρείχαν πληροφορίες σχετικά με τη διάρκεια ύπνου και συμπλήρωσαν ημερολόγια καταγραφής τροφίμων. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μέτρηση του σωματικού βάρους και της περιφέρειας μέσης και προσδιορισμός των επιπέδων αρτηριακής πίεσης και διαφόρων αιματολογικών δεικτών.
Συνολικά, παρατηρήθηκε πως οι ενήλικες που κοιμούνταν κατά μέσο όρο 6 ώρες την ημέρα είχαν υψηλότερο σωματικό βάρος και μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης, συγκριτικά με όσους κοιμούνταν για 9 ώρες. Επιπλέον, η μικρή διάρκεια ύπνου συσχετίσθηκε με χαμηλότερα επίπεδα «καλής» χοληστερόλης, η οποία ασκεί καρδιο-προστατευτική δράση, ενώ δε φάνηκε να συνδέεται με λιγότερο «υγιεινές» διατροφικές συνήθειες, γεγονός που εξέπληξε τους ερευνητές.
Όπως αναφέρει η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν πως η έλλειψη ύπνου μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη μεταβολικών διαταραχών. Ωστόσο, τονίζει πως ο σχεδιασμός της μελέτης δεν αποδεικνύει σχέση αιτίας και αποτελέσματος και δεν παρέχει πληροφορίες για την πιθανή μακροχρόνια επίδραση της έλλειψης ύπνου στην υγεία. Σε κάθε περίπτωση, οι παρατηρούμενες συσχετίσεις τονίζουν τη σημασία της επαρκούς διάρκειας ύπνου για την υγεία και ευεξία του οργανισμού.