Μια νέα τεχνική, που χρησιμοποιεί βαθιά εγκεφαλική διέγερση των κύριων εγκεφαλικών νευρωνικών δικτύων ξεπέρασε τις προσδοκίες των ερευνητών στη θεραπεία των γνωστικών διαταραχών έπειτα από τραυματική εγκεφαλική βλάβη, σύμφωνα με δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Medicine».
Η βαθιά («εν τω βάθει») εγκεφαλική διέγερση, ή όπως είναι γνωστή διεθνώς με τον όρο DBS (Deep Brain Stimulation) αποτελεί μια συνδυασμένη νευροχειρουργική και νευροφυσιολογική μέθοδο θεραπευτικής διέγερσης για ασθενείς με νευρολογικά νοσήματα.
Η έρευνα για την εγκεφαλική διέγερση
Στο πλαίσιο της έρευνας, γιατροί εμφύτευσαν χειρουργικά μια συσκευή στον εγκέφαλο πέντε ασθενών με μόνιμες γνωστικές διαταραχές για περισσότερα από δύο χρόνια έπειτα από μέτρια έως σοβαρή τραυματική εγκεφαλική βλάβη. Οι ασθενείς ήταν ηλικίας 22-60 ετών. Η πρόκληση ήταν η τοποθέτηση της συσκευής διέγερσης με ακρίβεια στη σωστή περιοχή, η οποία διέφερε από άτομο σε άτομο. Έτσι, δημιούργησαν ένα εικονικό μοντέλο του κάθε εγκεφάλου, που τους επέτρεψε να εντοπίσουν τη θέση και το επίπεδο διέγερσης.
Στη συνέχεια βαθμονόμησαν προσεκτικά την ηλεκτρική δραστηριότητα της συσκευής για να διεγείρουν τα δίκτυα που είχαν επηρεαστεί από τον τραυματισμό. Στο τέλος της θεραπείας, έπειτα από 90 ημέρες, η πειραματική συσκευή βαθιάς εγκεφαλικής διέγερσης αποκατέστησε, σε διαφορετικό βαθμό, τις γνωστικές ικανότητες που οι ασθενείς είχαν χάσει λόγω εγκεφαλικών κακώσεων πριν από χρόνια. Κατά μέσο όρο, οι συμμετέχοντες βελτίωσαν την ταχύτητά τους σε ένα τεστ ταχύτητας νοητικής επεξεργασίας (trail-making test) κατά 32%.
Για τους συμμετέχοντες και τις οικογένειές τους οι βελτιώσεις ήταν εμφανείς στην καθημερινή τους ζωή. Επανέλαβαν δραστηριότητες που έμοιαζαν αδύνατες: διάβασαν βιβλία, παρακολούθησαν τηλεοπτικές εκπομπές, έπαιξαν βιντεοπαιχνίδια ή ολοκλήρωσαν μια εργασία για το σπίτι. Αισθάνονταν λιγότερο κουρασμένοι και μπορούσαν να βγάλουν τη μέρα τους χωρίς να κοιμούνται.
Η κλινική δοκιμή προσφέρει ελπίδα σε πολλούς που έχουν σταματήσει να αναρρώνουν. Ο στόχος της ερευνητικής ομάδας είναι να εξελίξει την έρευνα σε θεραπεία. Ωστόσο, όπως σημειώνει, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες σε μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές για να επικυρωθεί η αποτελεσματικότητα της θεραπείας.