Πολλοί από εμάς βιώνουμε ξαφνικές “εξάρσεις” αμφιβολίας και αβεβαιότητας για κάτι. Κλείσαμε το θερμοσίφωνο; Κατεβάσαμε τα πατζούρια; Σβήσαμε την κουζίνα; Κλειδώσαμε την εξώπορτα;
Η απουσία ήρεμης σκέψης και η βιασύνη να φτάσουμε οπουδήποτε πρέπει να πάμε (π.χ. στην δουλειά το πρωί), μπορούν να οδηγήσουν σε αυτές τις στιγμές… αμνησίας και στο ξαφνικό σοκ, όταν συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι αν κάναμε ό,τι έπρεπε να κάνουμε.
Νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο Concordia στο Μόντρεαλ του Καναδά καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι ένας τέτοιος φόβος απώλειας ελέγχου μπορεί να οδηγήσει σε επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά ελέγχου. Αυτό, λένε οι ερευνητές, μπορεί να βρίσκεται στον πυρήνα πολλών αγχωδών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής (ΙΨΔ).
“Αποδείξαμε ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι πρόκειται να χάσουν τον έλεγχο είναι πολύ πιο πιθανό να παρουσιάσουν μια συμπεριφορά ελέγχου με μεγαλύτερη συχνότητα”, λέει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Adam Radomsky.
Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι τα νέα ευρήματα θα τους επιτρέψουν να βρουν καλύτερους τρόπους αντιμετώπισης της ΙΨΔ και άλλων διαταραχών άγχους στον πυρήνα τους.
“Εφόσον θεραπεύουμε την ΙΨΔ σε κλινικό επίπεδο, μπορούμε να προσπαθήσουμε να μειώσουμε τους φόβους των ασθενών για την απώλεια ελέγχου και αυτό θα μειώσει τα συμπτώματά τους”, λέει ο Radomsky.
Η εν λόγω έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Obsessive-Compulsive and Related Disorders.
Χάσε τον φόβο σου να χάσεις τον έλεγχο
Ο δρ. Radomsky και ο συνεργάτης του στην έρευνα, δρ. Jean-Philippe Gagné, Ph.D., εξέτασαν τις περιπτώσεις 133 συμμετεχόντων που ήταν προπτυχιακοί φοιτητές.
“[Εκείνοι] που συμμετείχαν έλαβαν ψευδές ηλεκτροεγκεφαλογράφημα”, η οποία είναι μια μέθοδος που έχει σχεδιαστεί για τη μέτρηση της ηλεκτρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο, εξηγεί ο Radomsky.
“Τους δώσαμε τυχαία ψευδή αποτελέσματα ότι είχαν είτε χαμηλό είτε υψηλό κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο των σκέψεων και των ενεργειών τους”, προσθέτει.
Αφού είχαν πείσει τους μαθητές ότι ήταν είτε υπό πλήρη έλεγχο, είτε κινδύνευαν να χάσουν τον έλεγχο, οι επιστήμονες τους ζήτησαν να ολοκληρώσουν μια άσκηση σε υπολογιστή που απαιτούσε από εκείνους “να ελέγξουν τον ρυθμό αλλαγής” κάποιων εικόνων, κάνοντάς τες να εξαφανιστούν προτού “ξεθωριάσουν” από την οθόνη από μόνες τους.
Αυτό που οι συμμετέχοντες δεν γνώριζαν, ωστόσο, ήταν ότι δεν είχαν πραγματικό έλεγχο στις εικόνες, οι οποίες είχαν προγραμματιστεί να αλλάζουν σε συγκεκριμένους ρυθμούς.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να χρησιμοποιήσουν διάφορους συνδυασμούς πλήκτρων για τον έλεγχο των εικόνων και να πατούν το space bar στο πληκτρολόγιο “για να επιβεβαιώσουν την εντολή τους”.
Οι Radomsky και Gagné διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες που ήταν πεπεισμένοι ότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο των ενεργειών τους ασκούσαν πιο σχολαστική συμπεριφορά ελέγχου από τους ομολόγους τους, στους οποίους είχαν πει το αντίθετο.
“Δυνατότητα βελτίωσης” της θεραπείας άγχους
Αυτό που προκάλεσε έκπληξη στους ερευνητές ήταν ότι κανένας από τους συμμετέχοντες στην μελέτη δεν διαγνώστηκε με ΙΨΔ. Αυτό, πιστεύουν οι επιστήμονες, αποτελεί ένδειξη ότι ο φόβος της απώλειας ελέγχου βρίσκεται στον πυρήνα πολλών συμπτωμάτων διαταραχής άγχους.
“Εάν αποδείξουμε ότι κάνοντας τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι μπορεί να διατρέχουν τον κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο, τα συμπτώματα αρχίζουν να εμφανίζονται, τότε αυτό μας λέει κάτι για το τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτά τα συμπτώματα σε ανθρώπους που όντως έχουν άγχος απώλειας του ελέγχου” – Adam Radomsky
Ωστόσο, ο δρ. Radomsky αισιοδοξεί, λέγοντας: “Αυτό συνιστά κάτι που μπορούμε να προσπαθήσουμε να θεραπεύσουμε”.
Τα συμπεράσματα επιβεβαίωσαν την αρχική υπόθεση των ερευνητών: “Οι φόβοι και οι πεποιθήσεις των ανθρώπων για την απώλεια ελέγχου μπορεί να τους θέσουν σε κίνδυνο για μια σειρά προβλημάτων, όπως διαταραχή πανικού, κοινωνική φοβία, ΙΨΔ, διαταραχή μετατραυματικού στρες, γενικευμένη αγχώδη διαταραχή και άλλες”.
Γνωρίζοντας ότι πίσω από την υπερβολική συμπεριφορά ελέγχου βρίσκεται η ανησυχία απώλειας του ελέγχου της κατάστασης μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για μια πιο κατάλληλη νοητική συμπεριφορική θεραπεία και για τη θεραπεία μιας σειράς αγχωδών διαταραχών, λένε οι ερευνητές.
Σύμφωνα με τον δρ. Radomsky: “Αυτή η έρευνα έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει σημαντικά την ικανότητά μας να κατανοούμε και να αντιμετωπίζουμε το πλήρες φάσμα των προβλημάτων που σχετίζονται με το άγχος”.