Ο ανθρώπινος οφθαλμός θα μπορούσε να παρασταθεί ως μια φωτογραφική μηχανή, τόσο ως προς την κατασκευή, όσο και ως προς τον τρόπο λειτουργίας του. Το μάτι διαθέτει δύο φακούς στο πρόσθιο τμήμα του, τον κερατοειδή και τον κρυσταλλοειδή φακό. Στο οπίσθιο τμήμα του, διαθέτει το «φιλμ», όπου εστιάζονται (και «αποτυπώνονται») οι εικόνες, το οποίο ονομάζεται αμφιβληστροειδής.
Οι φακοί αυτοί πρέπει να είναι διαυγείς και να έχουν σωστές καμπυλότητες, για να εστιάζουν το φως που περνά μέσα από το μάτι στον αμφιβληστροειδή, και έτσι, να σχηματίζεται μια καθαρή εικόνα. «Υπάρχουν παθολογικές καταστάσεις όπου οι φακοί είναι θολοί ή έχουν ανώμαλη καμπυλότητα, με αποτέλεσμα η εικόνα στον αμφιβληστροειδή να μην σχηματίζεται σωστά και η όραση των ασθενών να μην είναι καλή», επισημαίνει ο κ. Βασίλειος Φ. Διακονής, Διευθυντής Προσθίου ημιμορίου – Χειρουργός Οφθαλμίατρος Β’ Οφθαλμολογικής Κλινικής .
Tι είναι ο κερατόκωνος
Κερατόκωνος είναι η πάθηση που προσβάλει τον κερατοειδή, προκαλώντας λέπτυνση και αλλαγή της φυσιολογικής καμπυλότητάς του, οπότε ο κερατοειδής αποκτά κωνικό σχήμα αντί του φυσιολογικού σφαιρικού σχήματος. Έτσι απέκτησε και το όνομά της η νόσος, που λέγεται κερατοειδικός κώνος ή κερατόκωνος (Keratoconus). Ο κερατοειδής είναι ο πιο ισχυρός φακός του ανθρώπινου οφθαλμού, κατά συνέπεια αλλαγές στη φυσιολογική καμπυλότητά του (από τον κερατόκωνο) μειώνουν σημαντικά την όραση των ασθενών. Ο κερατόκωνος εμφανίζεται σε ασθενείς νεαρής ηλικίας, όπου, συνήθως στα αρχικά στάδια, είναι υποκλινικής μορφής και δεν προκαλεί κανένα σύμπτωμα, όπως μείωση της όρασης. Η πάθηση του κερατοκώνου με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να εξελιχθεί με αποτέλεσμα να γίνει αιτία συχνών αλλαγών στη συνταγογράφηση των γυαλιών των ασθενών, καθώς και να προκαλέσει υψηλό και ανώμαλο κερατοειδικό αστιγματισμό, με συνέπεια τη μείωση της όρασης των ασθενών.
Η διάγνωση του κερατοκώνου
Όπως έχει προαναφερθεί ο κερατόκωνος δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός, ειδικά στα αρχικά στάδιά του, επειδή με τα γυαλιά επιτυγχάνεται πολύ υψηλού επιπέδου όραση. Συνήθως, είναι οι συχνές αλλαγές στη συνταγογράφηση των γυαλιών, ο υψηλός κερατοειδικός αστιγματισμός, και η μειωμένη όραση σε έναν ή ακόμα και στους δύο οφθαλμούς, που οδηγούν σε πιο εξειδικευμένες κλινικές και απεικονιστικές εξετάσεις, οπότε και γίνεται η διάγνωση του κερατοκώνου. Η πιο σημαντική εξέταση τόσο για τη διάγνωση όσο και για την παρακολούθηση του κερατοκώνου, είναι η κερατοειδική τομογραφία, στην οποία απεικονίζονται λεπτομερώς η καμπυλότητα του κερατοειδούς καθώς και το πάχος αυτού.
Αντιμετώπιση και θεραπεία
Οι δύο βασικοί στόχοι που τίθενται για ασθενείς με κερατόκωνο είναι: κατά πρώτον, η σταθεροποίηση της νόσου, ώστε να μην επιδεινώνεται η πάθηση με την πάροδο του χρόνου και, κατά δεύτερον, η βελτίωση της όρασης με οπτικά βοηθήματα όπως είναι τα γυαλιά και οι ειδικοί φακοί επαφής.
Διασύνδεση κερατοειδικού κολλαγόνου
Τα τελευταία είκοσι χρόνια υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης με χειρουργική θεραπεία, που επιτυγχάνει σταθεροποίηση της εξέλιξης του κερατοκώνου σε υψηλό ποσοστό − πάνω από 90%. Η θεραπεία αυτή ονομάζεται διασύνδεση του κερατοειδικού κολλαγόνου, το λεγόμενο cross linking, και έχει τη δυνατότητα να «σκληραίνει» τον κερατοειδή και να αποτρέπει την περαιτέρω λέπτυνση και αλλαγή της καμπυλότητάς του. Η διασύνδεση του κερατοειδικού κολλαγόνου, σήμερα, είναι η θεραπεία εκλογής για ασθενείς με εξελισσόμενο κερατόκωνο και είναι μια ασφαλής μέθοδος, η οποία πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία. Η/ο ασθενής, μετά από τη χειρουργική θεραπεία, για δύο με τρεις ημέρες έχει φωτοφοβία, ενόχληση, πόνο, καθώς και χαμηλή όραση, όμως, μετά από μια εβδομάδα, ανακτά λειτουργική όραση και μετά από ένα μήνα η όρασή της/του επανέρχεται σε προ χειρουργείου επίπεδα.
Διόρθωση της όρασης
Όπως προαναφέρθηκε, οι αλλαγές στην καμπυλότητα του κερατοειδούς, καθώς και ο κερατοειδικός αστιγματισμός μειώνουν την οπτική δυνατότητα των ασθενών με κερατόκωνο, τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Συχνά διατυπώνονται από τους ασθενείς παράπονα για διπλωπία, δυσκολία στη νυχτερινή οδήγηση, στη θέαση τηλεόρασης και παράλληλα δυσκολία την ώρα του διαβάσματος. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, καθώς στα αρχικά στάδια η κερατοειδική παραμόρφωση δεν είναι σημαντική, ο ασθενής μπορεί να επιτύχει καλή αποκατάσταση της όρασής του με γυαλιά ή με τη χρήση μαλακών φακών επαφής. Όταν όμως η κερατοειδική παραμόρφωση γίνει σημαντική τότε τα παραπάνω οπτικά βοηθήματα δεν προσφέρουν λειτουργική όραση και οι ασθενείς πρέπει να αναζητήσουν πιο σύνθετες λύσεις. Σήμερα, υπάρχει μια σειρά από εξειδικευμένους φακούς επαφής (σκληρικοί, υβριδικοί κτλ.) που μετά από κατάλληλη εφαρμογή μπορεί να επιτύχουν εξαιρετικά επίπεδα όρασης για τους ασθενείς με κλινικά σημαντικό κερατόκωνο.