Όλο και μεγαλύτερης προσοχής απολαμβάνει η ψυχική υγεία, ένα κομμάτι της συνολικής ευεξίας που βρισκόταν μέχρι πρότινος στο περιθώριο. Η ενασχόληση με ζητήματα ψυχικής υγείας και κατάθλιψης έχει οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη διάγνωση των πασχόντων, αλλά και καλύτερες θεραπείες. Εξ αυτών, οι δημοφιλέστερες θεραπευτικές προσεγγίσεις που ακολουθούνται είναι η ψυχοθεραπεία και η φαρμακευτική αγωγή, συνήθως με αντικαταθλιπτικά ή αγχολυτικά, αναλόγως της διαταραχής και της κρίσης του γιατρού.
Οπώς εξηγεί δρ. Nigel Mulligan Επίκουρος Καθηγητής Ψυχοθεραπείας στη Σχολή Νοσηλευτικής, Ψυχοθεραπείας και Κοινοτικής Υγείας του Πανεπιστημίου του Δουβλίνου σε άρθρο του στο The Conversation, τα αντικαταθλιπτικά, – συνήθως επιλέγονται οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI) -και οι βενζοδιαζεπίνες (αγχολυτικά) μπορούν να προσφέρουν μια αίσθηση ελπίδας σε όσους υποφέρουν από εξουθενωτικά συμπτώματα. Μπορούν, επίσης, να βοηθήσουν τους ασθενείς να καλλιεργήσουν ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης, αισιοδοξίας και πίστης στην ικανότητά τους να αναρρώσουν. Ορισμένοι ασθενείς αισθάνονται ότι η φαρμακευτική αγωγή λειτουργεί ως «σκαλοπάτι» προς τη βελτίωση της υγείας τους.
Από την άλλη μεριά όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει Nigel Mulligan πολλοί άνθρωποι με κατάθλιψη, στους οποίους χορηγείται φαρμακευτική αγωγή, νιώθουν πως τα αντικαταθλιπτικά «σκοτώνουν κάθε επιθυμία για ζωή», καθώς και ότι αισθάνονται «νεκροί μέσα τους». Άλλοι παραπονιούνται ότι οι παρενέργειες του φαρμάκου -ναυτία, πονοκεφάλος, υπνηλία, ζάλη, κόπωση, διέγερση, νευρικότητα, αδυναμία- μπορεί να είναι χειρότερες από τα συμπτώματα της κατάθλιψης και του άγχους.
Φυσικά, περιπτώσεις σαν αυτές δεν αναιρούν τη χρησιμότητα των φαρμάκων, τα οποία μάλιστα κρίνονται απολύτως απαραίτητα για τη διαχείριση της ψυχικής υγείας ορισμένων ασθενών. Επιπλέον, πολλές από αυτές τις ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρονται στις επισημάνσεις των φαρμάκων, συχνά, όμως, ο γιατρός που τα συνταγογραφεί δεν τις γνωστοποιεί στον ασθενή. Η διαθέσιμη έρευνα, μάλιστα, δείχνει ότι πλήρως ενημερωμένο «σχετικά με τις στερητικές επιδράσεις ή την εξάρτηση» από το γιατρό του ήταν λιγότερο από το 1% των ασθενών.
Ορισμένες παρενέργειες θα εξασθενήσουν μετά από μερικές εβδομάδες ή μήνες λήψης του φαρμάκου. Σύμφωνα, όμως, με διάφορους ειδικούς, όπως ο συγγραφέας και ψυχίατρος David Healy, μπορεί, στο μεσοδιάστημα, να μειώσουν ριζικά την ποιότητα ζωής των ασθενών. Η αναφορά ορισμένων λιγότερο συχνών, αλλά περισσότερο σοβαρών επιπτώσεων -αϋπνία, σεξουαλική δυσλειτουργία, ανορεξία, ψευδαισθήσεις και αυτοκτονικές σκέψεις- έχουν εγείρει την αντιπαράθεση μεταξύ ειδικών για τον τρόπο και το βαθμό χρήσης των αντικαταθλιπτικών.
Ο δρ. Mulligan τονίζει την ανάγκη ολοκληρωμένης ενημέρωσης των ασθενών από τους γιατρούς τους σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους και τις παρενέργειες, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι θα πρέπει οι ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή να παρακολουθούνται στενά για τυχόν αλλαγές στη συμπεριφορά τους. Παράλληλα, ο ειδικός επισημαίνει ότι οι φαρμακευτικές αγωγές προβλέπεται να διαρκέσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως 6 μηνών. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί είναι οι ασθενείς που εξακολουθούν να παίρνουν αντικαταθλιπτικά επ’ αόριστον, ακόμη και για χρόνια. Ορισμένοι ασθενείς αναφέρουν ότι δεν είχαν καμία καθοδήγηση από τον γιατρό τους σχετικά με τη μείωση της δόσης ή το τέλος του θεραπευτικού σχεδίου με φάρμακα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είναι ωφέλιμο για τους ασθενείς να παίρνουν επ’ αόριστον φαρμακευτική αγωγή, επομένως ένα σχέδιο για τη σταδιακή απόσυρση του οργανισμού από το φάρμακο κρίνεται απαραίτητο. Οι παρενέργειες της σταδιακής διακοπής του φαρμάκου περιλαμβάνουν συνήθως ζάλη, ίλιγγο, συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη, λήθαργο και διαταραχές ύπνου. Υπάρχουν επίσης αναφορές για ψυχολογικές διαταραχές, όπως άγχος, διέγερση, κλάματα και ευερεθιστότητα. Αυτό οδηγεί στον κίνδυνο οι γιατροί να ερμηνεύσουν αυτές τις παρενέργειες ως επιστροφή των συμπτωμάτων κατάθλιψης και να επαναφέρουν τους ασθενείς στη φαρμακευτική αγωγή, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο συμπτωμάτων, παρενεργειών, ασθένειας και προσαρμογής της φαρμακευτικής αγωγής.
Από την πλευρά του, το National Institute for Health and Care Excellence αναδεικνύει τα οφέλη της ψυχοθεραπείας στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης και του άγχους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η ψυχοθεραπεία είναι μια τεκμηριωμένη μέθοδος ακρόασης και συζήτησης για την αντιμετώπιση ψυχολογικών και ψυχοσωματικών προβλημάτων και αλλαγών. Συχνά, η λύση της ψυχοθεραπείας περιθωριοποιείται, καθώς πολλοί ασθενείς δεν ερωτώνται για τη θεραπευτική λύση που προτιμούν και σε άλλους αυτός ο θεραπευτικός δρόμος δεν προσφέρεται. Ωστόσο, η αποκλειστική αντιμετώπιση με φαρμακευτική αγωγή σημαίνει ότι παραλείπονται ζωτικής σημασίας πτυχές της θεώρησης του ατόμου για όσα νιώθει και ό,τι του συμβαίνει, ενώ παράλληλα δεν δίνεται έμφαση στο ρόλο που το ίδιο το άτομο μπορεί να παίξει στο ταξίδι βελτίωσης της ψυχικής του υγείας.