Ο καρκίνος του προστάτη αποτελεί μια από τις πιο συνηθισμένες μορφές καρκίνου στους άντρες και τη 2η συνηθέστερη αιτία θανάτου από καρκίνο. Οι πιο βασικοί παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου του προστάτη είναι η ηλικία και η κληρονομικότητα. Ένα ποσοστό 59% νοσούν άνδρες άνω των 79 ετών. Άντρες που έχουν πρώτου βαθμού συγγενή εξ αίματος (πατέρα, θείο ή αδελφό) με καρκίνο του προστάτη έχουν 2,4 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν την πάθηση σε σχέση με άλλους άντρες. Εάν, μάλιστα, ο καρκίνος στον συγγενή διαγνώστηκε σε σχετικά νέα ηλικία (π.χ. στην 5η δεκαετία της ζωής του), οι πιθανότητες διπλασιάζονται.
Η πάθηση δεν δίνει κανένα σύμπτωμα στα αρχικά στάδια, όπου η νόσος είναι αντιμετωπίσιμη.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται όταν ο όγκος είναι αρκετά μεγάλος. Σε άνδρες άνω των 50 ετών, ο προστάτης τείνει να αυξάνει σε μέγεθος, με αποτέλεσμα την συμπίεση της ουρήθρας και κατά συνέπεια τα προβλήματα στην ούρηση. Παρόλο που αυτή η κατάσταση ουδεμία σχέση έχει και δεν προμηνύει καρκίνο του προστάτη, τα συμπτώματα είναι παρόμοια:
- Δυσκολία στην ούρηση
- Συχνοουρία
- Αίμα στα ούρα ή στο σπέρμα
Η έγκαιρη διάγνωση είναι εφικτή, αρκεί κάθε άντρας να ευαισθητοποιηθεί γι’ αυτό. Έτσι, η διάγνωση γίνεται μόνο με τον ετήσιο προληπτικό έλεγχο, διευκρινίζει ο κ. Σπύρος Μαρτίνης, Χειρουργός Ουρολόγος, Διευθυντής Κλινικής Ρομποτικής – Λαπαροσκοπικής και Ελάχιστα Επεμβατικής Ουρολογίας .
Η πρόληψη βασίζεται σε μία απλή εξέταση αίματος, που μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό του καρκίνου του προστάτη σε ένα πρώιμο στάδιο. Η εξέταση αυτή μετρά την ποσότητα του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) στο αίμα. Το PSA είναι μια πρωτεΐνη του προστάτη που εμφανίζεται σε μικρές ποσότητες στο αίμα των ανδρών απολύτως φυσιολογικά
Σε ηλικίες κάτω των 50 ετών, δεν χρειάζεται, αφού ο καρκίνος του προστάτη είναι σπάνιος σε νεότερους άντρες. Μόνο εάν κάποιος συγγενής πρώτου βαθμού (πατέρας, αδελφός ή τα αδέλφια των γονέων) έχει διαγνωστεί με καρκίνο προστάτη, η εξέταση του PSA έχει νόημα σε ηλικία 40-50 ετών. Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από συμπτώματα, καθότι, όπως ο καρκίνος, αναπτύσσεται συνήθως αργά, χωρίς να προκαλεί συμπτώματα που οδηγούν στον ιατρό.
Η δακτυλική εξέταση είναι λιγότερο αποτελεσματική από την εξέταση αίματος PSA στην εύρεση του καρκίνου του προστάτη, αλλά μερικές φορές μπορεί να βρει περιστατικά καρκίνου στους άντρες με φυσιολογικά επίπεδα PSA. Σε τέτοια περίπτωση, όταν εντοπιστεί κάποια σκληρία στην περιοχή του προστάτη, η βιοψία επιβάλλεται ανεξάρτητα από την τιμή του PSA, εκτός από τους ασθενείς με κακή γενική κατάσταση υγείας από άλλες παθήσεις και μικρό προσδόκιμο επιβίωσης. Η δακτυλική εξέταση δίνει, επίσης, πληροφορίες για το μέγεθος του αδένα και την πιθανότητα παρουσίας φλεγμονής. Μετά την εξέταση αυτή, ο Ουρολόγος θα κρίνει εάν θα κάνετε βιοψία προστάτη.
Αντιμετώπιση
Ο καρκίνος του προστάτη αντιμετωπίζεται χειρουργικά με ρομποτική ριζική προστατεκτομή και ανοικτή ριζική προστατεκτομή. Ο καρκίνος του προστάτη αποτελεί ένα από τα βασικότερα πεδία εφαρμογής της ρομποτικής χειρουργικής. Γίνεται ριζική αφαίρεση του προστάτη με ελάχιστα επεμβατική διαδικασία, άψογη μετεγχειρητική πορεία και γρήγορη αποκατάσταση και επιστροφή του ασθενούς στις καθημερινές δραστηριότητες.
Η ρομποτική χειρουργική επιτρέπει στο χειρουργό να πραγματοποιήσει ένα ευρύ φάσμα πολύπλοκων επεμβάσεων με μεγαλύτερη ακρίβεια, ευχέρεια, εύρος χειρισμών και έλεγχο, σε σχέση με τις λαπαροσκοπικές και ανοικτές επεμβάσεις. Το ρομποτικό σύστημα da Vinci πήρε έγκριση από τον FDA (Αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκων) το 2000. Η τεχνική υιοθετήθηκε γρήγορα από πολλά νοσοκομεία, αρχικά στις ΗΠΑ και έπειτα σε ολόκληρο τον κόσμο. Εξαιτίας του πολύ καλού ογκολογικού αποτελέσματος, των υψηλών ποσοστών εγκράτειας και καλής στυτικής λειτουργίας, των μειωμένων ποσοστών μετάγγισης και των στενωμάτων ουρήθρας, η ρομποτική ριζική προστατεκτομή είναι η συχνότερη χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη στις ΗΠΑ.
Πλέον είναι πραγματικότητα ότι μεγάλες και πολύπλοκες επεμβάσεις εκτελούνται μέσω μικρών οπών και με τη βοήθεια της ρομποτικής πλατφόρμας da Vinci. Εξασφαλίζουμε έτσι μια οριστική και πλήρη θεραπεία με σημαντικά μικρότερο χρόνο παραμονής στο νοσοκομείο, με σημαντικά λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο, με άριστο ογκολογικό αποτέλεσμα και με γρήγορη επιστροφή του ασθενούς στην καθημερινότητά του.