Καθησυχαστικά είναι τα στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη σε άνδρες με χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης που λαμβάνουν θεραπεία υποκατάστασης.
Η ίδια έλλειψη υψηλότερου κινδύνου για καρκίνο έχει παρατηρηθεί σε μελέτες ατόμων που λαμβάνουν θεραπεία υποκατάστασης μετά από θεραπευτική αγωγή, για καρκίνο χαμηλού κινδύνου.
«Τα συμπτώματα της σεξουαλικής δυσλειτουργίας είναι από τις χαρακτηριστικότερες ενδείξεις ύπαρξης υπογοναδισμού. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, το 23-36% των ανδρών με σεξουαλική δυσλειτουργία είναι υπογοναδικοί. Σ’ αυτούς η θεραπεία με τεστοστερόνη αυξάνει τη σεξουαλική επιθυμία, είχαν ωστόσο εκφραστεί παλαιότερα φόβοι ότι μπορεί να προκαλεί καρκίνο του προστάτη. Όμως, οι μελέτες τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι οι άνδρες με χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης δεν πρέπει να φοβούνται ότι η θεραπεία υποκατάστασης της ορμόνης θα αυξήσει τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του προστάτη» επισημαίνει ο χειρουργός ουρολόγος Δρ Γεώργιος Κυριάκου, Διδακτικό μέλος IRCAD/EITS της Ιατρικής Σχολής του Στρασβούργου και Διευθυντής του Κέντρου Ελάχιστα Επεμβατικής Ουρολογίας του Ιατρικού Αθηνών.
Κατά τους ειδικούς, τα επίπεδα τεστοστερόνης μειώνονται φυσιολογικά κατά περίπου 1% ετησίως στους άνδρες μετά την ηλικία των 30 ετών. Ο υπογοναδισμός (δηλαδή η ελλιπής παραγωγή τεστοστερόνης από τον οργανισμό) και ο καρκίνος του προστάτη συχνά συμπίπτουν χρονικά στους άνδρες με την αύξηση της ηλικίας. Ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι ο αριθμός των ανδρών που υποβάλλονται σε θεραπεία με τεστοστερόνη έχει τουλάχιστον τριπλασιαστεί από το 2001.
Όπως μας εξηγεί ο Δρ Κυριάκου, η τεστοστερόνη είναι μια σημαντική ορμόνη για την υγεία και την ανάπτυξη των ανδρών, γι’ αυτό τα οφέλη της θεραπείας με τεστοστερόνη είναι πολλαπλά. Υπήρχε, όμως, ανησυχία σχετικά με την πιθανότητα να αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του προστάτη, τον συχνότερο καρκίνο στον άνδρα (15% όλων των καρκίνων).
«Ο καρκίνος του προστάτη εμφανίζεται κατά ποσοστό 5% σε ηλικίες μικρότερες των 30 και κατά 59% σε ηλικίες μεγαλύτερες των 79 ετών. Είναι ήδη γνωστό ότι οι παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου του προστάτη είναι η ύπαρξη μεταβολικού συνδρόμου, διαβήτη (εκτός εάν οι ασθενείς λαμβάνουν μετφορμίνη), η παχυσαρκία, η υψηλή αλλά και παντελής έλλειψη κατανάλωσης αλκοόλ. Τα χαμηλά ή αντίθετα τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο προστατικού καρκίνου και κυρίως υψηλής επιθετικότητας. Υπάρχει ασθενής συσχέτιση με την υψηλή πρόσληψη πρωτεϊνών, πιθανή συσχέτιση με τα τηγανητά, απουσία συσχέτισης με χοληστερόλη, HDL, LDL ή στατίνες, με Ω3 ακόρεστα λιπαρά, με κατανάλωση κόκκινου ή επεξεργασμένου κρέατος, με σελήνιο και βιταμίνη Ε, ενώ το λυκοπένιο προστατεύει σε χαμηλό βαθμό. Προστατευτικά επίσης δρουν η έκθεση σε ακτινοβολία, η περιτομή και η υψηλή συχνότητα εκσπερματίσεων. Σε γενετική/φυλετική προδιάθεση οφείλεται κυρίως όταν έχει συμβεί σε 2 συγγενείς σε ηλικία μικρότερη των 55 ετών» μας εξηγεί ο ειδικός.
Δεδομένου ότι η τεστοστερόνη τροφοδοτεί την προστατική ανάπτυξη ορισμένων καρκινικών κυττάρων, η μείωση των επιπέδων της αποτελεί μια στρατηγική στα άτομα των οποίων οι καρκίνοι είτε δεν θεραπεύονται με την εφαρμογή τοπικής θεραπείας είτε εντοπίζονται σε τόσο προχωρημένο στάδιο που δεν έχει νόημα να εκτελεστεί τοπική θεραπεία. Παρότι δεν αποτελεί θεραπεία, δίνεται για την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου.
«Η αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη στα πολύ αρχικά στάδια θα μπορούσε και να περιορίζεται μόνο στην παρακολούθηση του ασθενούς. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που απαιτείται επεμβατική θεραπεία, δηλαδή χειρουργική επέμβαση και/ή ακτινοθεραπεία (εξωτερική), ή βραχυθεραπεία (εμφυτεύματα ραδιενεργά). Η επέμβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί με την ανοιχτή μέθοδο, λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά. Η ρομποτική μέθοδος πλεονεκτεί ασύγκριτα των υπολοίπων, γιατί συνδυάζει τα οφέλη που προσφέρει στον ασθενή η ελάχιστα επεμβατική χειρουργική και επιπλέον γιατί η ρομποτική κάμερα φτάνει στα πιο δυσπρόσιτα σημεία, δεδομένου ότι ο προστάτης αποτελεί ένα δυσπρόσιτο όργανο που εδράζεται πολύ χαμηλά στην πύελο, πίσω από την ηβική σύμφυση. Επιπλέον, στα πλεονεκτήματα περιλαμβάνεται ο ελάχιστος έως σχεδόν ανύπαρκτος μετεγχειρητικός πόνος, το μειωμένο μεταβολικό στρες, η ταχύτερη έξοδος από το νοσοκομείο, η ταχύτατη επάνοδος στις καθημερινές δραστηριότητες, το μειωμένο ποσοστό μεταγγίσεων, τα σχεδόν ανύπαρκτα ποσοστά μετεγχειρητικών κηλών λόγω έλλειψης τομής και το άριστο αισθητικό αποτέλεσμα. Επίσης, προσφέρει ελαφρώς υψηλότερα ποσοστά εκρίζωσης της νόσου, ομοίως βελτιωμένα ποσοστά πρώιμης εγκράτειας ούρων, σχετικά υψηλότερα ποσοστά διατήρησης στυτικής ικανότητας και πολύ καλά λειτουργικά αποτελέσματα σε τοπικά προχωρημένο καρκίνο, με δυνατότητα αφαίρεσης μεγαλύτερου αριθμού λεμφαδένων» διευκρινίζει ο Δρ Κυριάκου.
Παρά τις υποψίες για σοβαρή επίπτωση της τεστοστερόνης στον προστάτη, τα ευρήματα μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί για το σκοπό αυτόν δεν εμπνέουν καμία ανησυχία. Μεταξύ αυτών και μια ανάλυση περισσότερων των 250.000 λευκών κυρίως ανδρών στη Σουηδία, η οποία διεξήχθη από ερευνητές στο Κέντρο Καρκίνου Laura και Isaac Perlmutter του NYU Langone Medical Center. Η διεθνής ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι στους άνδρες που είχε συνταγογραφηθεί τεστοστερόνη για περισσότερο από έναν χρόνο δεν υπήρχε αύξηση του κινδύνου καρκίνου του προστάτη και, στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος ανάπτυξης της επιθετικής μορφής του είχε μειωθεί κατά 50%.
Στο ίδιο συμπέρασμα έχουν καταλήξει και άλλες μελέτες, όπως αυτή από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, η οποία πραγματοποιήθηκε σε 147.593 Αμερικανούς βετεράνους με χαμηλή ολική τεστοστερόνη, τα ευρήματα της οποίας έδειξαν ότι η θεραπεία με τεστοστερόνη δεν συσχετίστηκε με αύξηση του συνολικού κινδύνου για καρκίνο του προστάτη και για επιθετικό καρκίνο του προστάτη.
«Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης υπό την παρουσία θεραπευμένου ή τρέχοντος καρκίνου αντενδείκνυται. Από τη στιγμή, όμως, που τα δεδομένα των τελευταίων ετών δεν υποδηλώνουν την ύπαρξη υψηλότερου κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του προστάτη, οι άνδρες που δεν έχουν άλλες αντενδείξεις για τη λήψη θεραπείας υποκατάστασης της τεστοστερόνης, όπως καρδιοπάθειες, δεν θα πρέπει να έχουν αμφιβολίες και αναστολές» καταλήγει ο Δρ Γεώργιος Κυριάκου. Δε θα πρέπει, ωστόσο, αυτή να παρέχεται για κοσμητικούς λόγους (π.χ. διάπλαση σώματος).