Η «καλή» χοληστερόλη ή HDL-χοληστερόλη είναι μια λιποπρωτεΐνη που έχει ως κύριο ρόλο τη συλλογή χοληστερόλης από τα κύτταρα και τους ιστούς και την επιστροφή της στο ήπαρ, προκειμένου να αποβληθεί μέσω της χολής.
Με αυτό τον τρόπο, η δράση της αποτρέπει την εναπόθεση χοληστερόλης στα αγγεία, προστατεύοντας από την εμφάνιση αθηροσκλήρωσης, ενώ πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει πως ασκεί αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδη και αντιθρομβωτική δράση.
Επομένως, στην περίπτωση της «καλής» χοληστερόλης, στόχος είναι η αύξηση και η διατήρησή της σε υψηλά επίπεδα. Με ποιο τρόπο μπορεί, όμως, να επιτευχθεί αυτό;
Στην πραγματικότητα, η «καλή» χοληστερόλη επηρεάζεται σε μικρότερο βαθμό από τις διατροφικές μας συνήθειες, συγκριτικά με την ολική και την «κακή» χοληστερόλη. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα βήματα που μπορούν να συμβάλλουν στην αύξησή της.
Αρχικά, το υπερβάλλον βάρος και η παχυσαρκία σχετίζονται με μειωμένα επίπεδα «καλής» χοληστερόλης. Συνεπώς, άτομα με αυξημένο σωματικό βάρος θα πρέπει να επιδιώξουν απώλεια, προκειμένου να επαναφέρουν τα επίπεδα «καλής» χοληστερόλης ή να αποτρέψουν την περαιτέρω μείωσή της.
Από την άλλη, έχει φανεί πως η συστηματική φυσική δραστηριότητα, και ιδιαίτερα η αερόβια άσκηση, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επιπέδων «καλής» χοληστερόλης κατά 5%.
Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζει και το είδος των λιπαρών που καταναλώνουμε μέσω της διατροφής. Ειδικότερα, η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών, τα οποία περιέχονται σε ζωικής προέλευσης τρόφιμα όπως το κρέας, το βούτυρο και τα πλούσια σε λίπος τυριά και γαλακτοκομικά προϊόντα, από μονοακόρεστα και πολυακόρεστα, που βρίσκονται στο ελαιόλαδο, τους ξηρούς καρπούς και τα λιπαρά ψάρια, μπορεί να ενισχύσει τα επίπεδα «καλής» χοληστερόλης.