Η διερεύνηση της έκτασης των ιατρικών διαγνωστικών σφαλμάτων και της σημασίας της δεύτερης γνώμης για την αίσια έκβαση ενός προβλήματος υγείας ήταν ο στόχος της νέας έρευνας που διενεργήθηκε από τη Mayo Clinic.
Στη μελέτη τους οι επιστήμονες αναφέρουν ότι το 88% των ατόμων που επισκέφτηκαν την κλινική για μια δεύτερη ιατρική γνώμη σε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, επέστρεψαν στο σπίτι τους με μια διαφορετική και πιο βελτιωμένη διάγνωση, γεγονός που είχε ευεργετικά αποτελέσματα όσον αφορά στον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος και κατ’ επέκταση το προσδόκιμο επιβίωσής τους.
Οι ειδικοί γενικά επισημαίνουν ότι η γνώμη ενός δεύτερου γιατρού κρίνεται συχνά απαραίτητη, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη πρόσβαση σε μια σωτήρια θεραπεία ή σε διακοπή μιας περιττής θεραπείας.
Για να προσδιοριστεί η έκταση των διαγνωστικών σφαλμάτων, οι επιστήμονες εξέτασαν τα στοιχεία 286 ασθενών που είχαν παραπεμφθεί στο Τμήμα Γενικής Παθολογίας της κλινικής στο Ρότσεστερ των Η.Π.Α. κατά το χρονικό διάστημα μίας διετίας (από αρχές Ιανουαρίου του 2009 έως τέλη Δεκεμβρίου του 2010).
Οι ερευνητές συνέκριναν την αρχική διάγνωση με την τελική προκειμένου να διαπιστώσουν τον βαθμό συμφωνίας των δύο διαγνώσεων και επομένως την ύπαρξη κάποιου διαγνωστικού σφάλματος.
Η έρευνά τους έδειξε ότι μόλις στο 12% των περιπτώσεων η αρχική διάγνωση επιβεβαιώθηκε. Αντίθετα, στο 21% των περιπτώσεων η αρχική διάγνωση άλλαξε ριζικά και στο 66% των περιπτώσεων τροποποιήθηκε ή επαναπροσδιορίστηκε.
«Το γεγονός ότι περισσότεροι από έναν στους πέντε ασθενείς που παραπέμπονται πέφτουν θύματα μιας εντελώς εσφαλμένης διάγνωσης είναι ανησυχητικό όχι μόνο εξαιτίας του κινδύνου που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς αυτοί πριν από την τελική διάγνωση, αλλά και λόγω του αριθμού των ασθενών που πιθανολογούμε ότι δεν παραπέμπονται καθόλου για διάγνωση», δήλωσε σχετικά ο δρ. James Naessens.
H μελέτη εξετάζει επίσης τις αιτίες που αποτρέπουν τους ασθενείς από το να αναζητήσουν μια δεύτερη γνώμη, όπως είναι η περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας εκτός του ασφαλιστικού τους φορέα, η υπέρμετρη σιγουριά του γιατρού που αναλαμβάνει την αρχική διάγνωση, καθώς και η έλλειψη γνώσης από τον ασθενή ότι μια δεύτερη γνώμη είναι κάτι που μπορεί να γίνει.
«Όλα αυτά είναι δυνατόν να εμποδίσουν την αναγνώριση των διαγνωστικών σφαλμάτων και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καθυστερήσεις στη θεραπεία, επιπλοκές που απαιτούν πιο δαπανηρές θεραπείες, ακόμη και σε βλάβη ή θάνατο του ασθενούς», κατέληξε ο δρ. James Naessens.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση «Journal of Evaluation in Clinical Practice».