Η θεραπεία των ασθενών με καρκίνο του προστάτη στην εποχή της COVID-19

Γράφει ο Μιχάλης Β. Καραμούζης MD, PhD, Παθολόγος Ογκολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ

Μετά την έναρξη της πανδημίας με τον SARS coronavirus-2 (επίσης γνωστό ως COVID-19), η ογκολογική κοινότητα διεθνώς αναζητά τις καλύτερες επιλογές για να βελτιστοποιήσει τη θεραπεία των ασθενών με συμπαγείς όγκους. Οι διεθνείς επιστημονικοί ογκολογικοί φορείς (Αμερικάνικη και Ευρωπαϊκή Εταιρεία Παθολόγων Ογκολόγων) έχουν εκδώσει οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει να προσαρμόζεται η θεραπεία αυτών των ασθενών, ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμά της, μειώνοντας παράλληλα τον κίνδυνο μόλυνσης και πιθανών επιπλοκών από τον COVID-19. Ο βασικός άξονας των οδηγιών αυτών είναι η προσπάθεια μείωσης των επισκέψεων των ασθενών στα Ογκολογικά Τμήματα και Νοσοκομεία. Ένας ιδιαίτερα μεγάλος πληθυσμός είναι οι άνδρες που πάσχουν από καρκίνο του προστάτη, που είναι συνήθως μέσης και μεγάλης ηλικίας. Αυτοί οι ασθενείς στην εποχή του COVID-19 θέλουν ιδιαίτερη προσέγγιση καθώς έχει φανεί ότι αποτελούν ομάδα πιο ευάλωτη σε σοβαρές επιπλοκές από τον COVID-19 και συνήθως με συνοδά προβλήματα υγείας.

Η αντιμετώπιση των κακοηθειών, όπως και αυτής του καρκίνου του προστάτη, στην εποχή του COVID-19 θα πρέπει να οδηγεί στο βέλτιστο αποτέλεσμα και να αποφασίζεται μέσα από διεπιστημονική προσέγγιση όλων των εμπλεκόμενων ειδικοτήτων. Ο τελικός στόχος θα πρέπει να παραμείνει η ίαση ή η καλύτερη δυνατή θεραπεία των ασθενών, παρόλο το φόβο που εγείρεται από την πανδημία του COVID-19.

Επομένως,Οι ασθενείς με νέο-διαγνωσθέντα καρκίνο του προστάτη για τους οποίους αποφασίζεται ότι η χειρουργική αντιμετώπιση είναι η καλύτερη θεραπευτική επιλογή θα πρέπει να προχωρήσουν σε εύλογο χρονικό διάστημα, που ορίζεται από τον θεράποντα Ουρολόγο – Χειρουργό. Τα πρωτόκολλα προστασίας των Ογκολογικών ασθενών διεθνώς και στην Ελλάδα που πρόκειται να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση είναι αυστηρά καθορισμένα και τηρούνται ευλαβικά.

Η αναβολή ενός χειρουργείου υπό τον φόβο πιθανής μόλυνσης από τον COVID-19 μπορεί να αλλάξει τη φυσική πορεία της νόσου και την τελική πρόγνωσή της.

Οι ασθενείς με νέο-διαγνωσθέντα ή χειρουργημένο καρκίνο του προστάτη για τους οποίους αποφασίζεται ότι η ακτινοθεραπεία είναι η καλύτερη θεραπευτική επιλογή θα πρέπει να προχωρήσουν σε εύλογο χρονικό διάστημα, που ορίζεται από τον θεράποντα Ακτινοθεραπευτή – Ογκολόγο. Τα πρωτόκολλα που τηρούνται και σε αυτή την περίπτωση είναι συγκεκριμένα. Επιπλέον, ο προγραμματισμός της αναγκαίας ακτινοθεραπείας μπορεί να γίνει σε βάθος μερικών εβδομάδων για να αποφεύγεται ο συνωστισμός στα Ακτινοθεραπευτικά Τμήματα, εφόσον ο ασθενής ακολουθήσει τις οδηγίες των θεραπόντων Ιατρών και εάν χρειάζεται να λάβει σε αυτό το διάστημα ορμονική θεραπεία που είναι μη τοξική και καθυστερεί την εξέλιξη της νόσου του.

Η θεραπεία σε ασθενείς με πιο προχωρημένα στάδια της νόσου θα πρέπει να εξατομικεύεται από τον θεράποντα Παθολόγο – Ογκολόγο. Η αναγκαία χρήση της χημειοθεραπείας σε ορισμένους ασθενείς σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ουδετεροπενίας και προδιαθέτει θεωρητικά σε μεγαλύτερο ρίσκο λοιμώξεων, άρα και λοίμωξη από COVID-19. Οι θεραπείες αυτές είναι ενδοφλέβιες και γίνονται σε Ογκολογικά Τμήματα, θέτοντας τους ασθενείς και το υγειονομικό προσωπικό σε μεγαλύτερο ρίσκο έκθεσης στον COVID-19.

Ο σωστός προγραμματισμός των θεραπειών, ενδεχόμενα σε δύο βάρδιες, η ασφαλής τροποποίηση των δόσεων και της συχνότητας των θεραπειών και ο περιορισμός ταυτόχρονης χορήγησης κορτικοστεροειδών, είναι λύσεις που εφαρμόζονται σε πολλά Ογκολογικά Τμήματα. Η ορμονική θεραπεία των ασθενών αυτών σχετίζεται με μικρότερο κίνδυνο ουδετεροπενίας, δεν απαιτεί ενδοφλέβια χορήγηση και φαίνεται να αποτελεί την ιδανική λύση στην εποχή του COVID-19. Σε αυτή την περίπτωση, συνήθως επιλέγονται σκευάσματα που περιορίζουν την ταυτόχρονη χορήγηση κορτικοστεροειδών, ενώ θα πρέπει να εξασφαλίζεται συνεχής επικοινωνία με τον θεράποντα Ιατρό για την αντιμετώπιση των πιθανών παρενεργειών της θεραπείας.

Στην εποχή της πανδημίας του COVID-19 οι ασθενείς με καρκίνο του προστάτη έρχονται αντιμέτωποι με διπλό φόβο και ο στόχος της Ιατρικής κοινότητας και της Πολιτείας είναι να τους εξασφαλίσει την βέλτιστη θεραπεία στις ασφαλέστερες δυνατές συνθήκες. Η αναβολή θεραπευτικών αποφάσεων επιτείνει το φόβο και πιθανότατα αλλάζει, προς το χειρότερο, την κλινική πορεία των ασθενών αυτών.

Διαβάστε ακόμη...