Ζήσης Ψάλλας
Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν πολυάριθμες πρόοδοι στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσεται ο διαβήτης τύπου 1 και του τρόπου διαχείρισής του. Ωστόσο το παγκόσμιο βάρος της νόσου παραμένει υψηλό, σύμφωνα με ένα άρθρο ανασκόπησης που δημοσιεύθηκε στο The Lancet.
«Η ανασκόπησή μας αποκαλύπτει ότι παρά τις προόδους στην κλινική διαχείριση, ο διαβήτης τύπου 1 παραμένει επαχθής και ο βέλτιστος μεταβολικός έλεγχος είναι δύσκολος», είπε η Teresa Quattrin, επικεφαλής συγγραφέας του άρθρου από το Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο.
Οι συγγραφείς αναφέρουν δεδομένα που σχετίζονται με τον έλεγχο του διαβήτη σε νέους και ενήλικες που καταδεικνύουν ότι μόνο το 21% των ενηλίκων με διαβήτη τύπου 1 έχουν A1c (μια εξέταση αίματος που αντανακλά ένα μέσο όρο σακχάρου 90 ημερών) 7,0 ή χαμηλότερο.
Ενώ ο διαβήτης τύπου 1 είναι η τρίτη πιο κοινή ασθένεια της παιδικής ηλικίας, θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση για την εμφάνιση της νόσου σε ενήλικες.
Η εργασία περιλαμβάνει μια συζήτηση για το πώς η αυξημένη χρήση τεχνολογιών για τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα έχει αποδεδειγμένα οφέλη. Η συνεχής υποδόρια έγχυση ινσουλίνης που ονομάζεται επίσης θεραπεία με αντλία ινσουλίνης, παρέχει ευέλικτη δοσολογία ινσουλίνης ταχείας δράσης και μπορεί να εγχύσει ποσότητες ινσουλίνης αρκετά χαμηλές ώστε να είναι κατάλληλες για βρέφη και νήπια με τη νόσο.
H αντλία συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης μιμείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον φυσιολογικό τρόπο έκκρισης ινσουλίνης από τον οργανισμό. Η αντλία ινσουλίνης λειτουργεί με υπερταχείας δράσης ινσουλίνη, η οποία εγχέεται συνεχώς στον υποδόριο ιστό, δηλαδή κάτω από το δέρμα, εκεί που γίνονται οι ενέσεις ινσουλίνης. Η ποσότητα της ινσουλίνης που εγχέεται συνεχώς προγραμματίζεται ακόμα και ανά μισάωρο. Ωστόσο, η χρήση μιας αντλία συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης είναι χαμηλή σε ορισμένες ομάδες ασθενών.
Επίσης, η συνεχής παρακολούθηση της γλυκόζης, η οποία μετρά τα επίπεδα σακχάρου σε πραγματικό χρόνο χωρίς την ανάγκη πολλαπλών καθημερινών τρυπημάτων με τα δάχτυλα, μπορεί να ωφελήσει τους ασθενείς και, όταν συνδυάζεται με CSII, μπορεί να αυξήσει τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα και να μειώσει το βάρος της διαχείρισης του διαβήτη.
Τέλος, η εισπνεόμενη ινσουλίνη έχει επιδείξει γρήγορη έναρξη δράσης, βελτιώνοντας την ικανότητα ελέγχου της γλυκόζης μετά τα γεύματα.