Η Bristol Myers Squibb έλαβε έγκριση από την ΕΕ για τη χρήση του luspatercept στη β-θαλασσαιμία

Πριν από περίπου τρία χρόνια, στις 11 Μαρτίου 2020, ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας Tedros Adhanom Ghebreyesus περιέγραψε για πρώτη φορά επίσημα την COVID-19 ως πανδημία. Ο αντίκτυπος της πανδημίας σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας ήταν τεράστιος, αλλά o απολογισμός του νέου κορωναϊού έχει αμβλυνθεί χάρη στις εξελίξεις στην επιστήμη.

Δεν είναι παράλογο να αναρωτιόμαστε πότε θα τελειώσει η πανδημία. Ουσιαστικά, μια πανδημία είναι ένα επίπεδο πάνω από μια έκτακτη ανάγκη για τη δημόσια υγεία διεθνούς ενδιαφέροντος. Ο ΠΟΥ δεν έχει την εξουσία να κηρύξει επίσημα την έναρξη ή το τέλος μιας πανδημίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο όρος δεν αποτελεί κατηγορία στους Διεθνείς Κανονισμούς Υγείας, ένα σημαντικό νομικό μέσο. 

Εξακολουθούν να υπάρχουν περί τα 150.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα παγκοσμίως κάθε μέρα, με πολλά περισσότερα να μην καταγράφονται καθώς η διαχείριση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο είναι χαλαρή στις περισσότερες χώρες. Κράτη όπως η Κίνα έχουν αναφέρει πολυάριθμα κρούσματα στα τέλη του 2022 και στις αρχές του 2023, με σημαντικό αντίκτυπο στις υπηρεσίες υγείας τους. Συνεπώς, η μακρά COVID θα συνεχίσει να επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους. Έτσι, παρά την απίστευτη επιτυχία των εμβολίων κατά της COVID και άλλων προσπαθειών δημόσιας υγείας για να τεθούν υπό έλεγχο η νόσος η πανδημία δεν έχει περάσει ακόμη και ίσως να μην τελειώσει ποτέ.

Η μακρά COVID φέρεται να επηρεάζει το 10-30% των ασθενών μετά τη μόλυνση και περιγράφει μια σειρά από συνεχιζόμενα ή νέα συμπτώματα τρεις μήνες μετά τη μόλυνση. Δεδομένου ότι η πανδημία COVID έχει μολύνει περισσότερους από 750 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, βάρος που συνεχίζει να προκαλεί μετά τη λοίμωξη είναι μεγάλο. Ως κάτι παρόμοιο με τις μετα-ιικές ασθένειες, υπάρχουν πολλά που έχουν να μάθουν οι επιστήμονες για τη μακρά COVID από τα χρόνια διάγνωσης και διαχείρισης.

Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και η μακρά COVID

Ενώ ορισμένα μακροχρόνια συμπτώματα του COVID είναι μοναδικά (μικροθρόμβοι, ουλώδης ιστός πνεύμονα ή βλάβη οργάνων λόγω οξείας λοίμωξης), τα περισσότερα μοιάζουν με την κλινικά παρόμοια διαταραχή της μυαλγικής εγκεφαλομυελίτιδας, πιο γνωστής ως σύνδρομο χρόνιας κόπωσης -είναι κάτι που επηρεάζει τον εγκέφαλο, δεν προκαλεί απλώς κούραση, ωστόσο όρος σύνδρομο χρόνιας κόπωσης χρησιμοποιείται για λόγους απλότητας. 

Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης -όπως και η μακρά COVID- συχνά προκαλείται από ιογενή λοίμωξη και η αύξηση των περιπτώσεων συνδρόμου χρόνιας κόπωσης έχει ακολουθήσει τις περισσότερες ιογενείς επιδημίες. Η κύρια διαφορά είναι το χρονικό διάστημα εμφάνισης των συμπτωμάτων: πάνω από έξι μήνες για το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και πάνω από δύο μήνες για τη μακρά COVID. Πολλοί ασθενείς με μακρά COVID πληρούν επομένως και τα κριτήρια για το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και το ποσοστό μπορεί να είναι έως 50%.

Η διάγνωση της μακράς COVID είναι μια πρόκληση. Οι κλινικοί γιατροί έρχονται αντιμέτωποι με ένα ευρύ φάσμα πιθανών (συχνά υποκειμενικών) συμπτωμάτων (περισσότερα από 200), τα οποία μπορεί να είναι σοβαρά. Η  διάγνωση στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι πιο δύσκολη κάτι που μπορεί να οφείλεται στο ότι οι ασθενείς κατανοούν λιγότερο τα συμπτώματά τους.

Ορισμένα συμπτώματα όπως η δύσπνοια είναι λιγότερο συχνή στα παιδιά, και όπως συμβαίνει με το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, οι ασθενείς μπορεί να φαίνονται καλά, επομένως τα συμπτώματά τους μπορεί να αγνοηθούν ή να παρερμηνευθούν. Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει τον χρόνο για τη λήψη της διάγνωσης και την πρόσβαση στη φροντίδα, με τα συμπτώματα να επιμένουν για χρόνια μετά τη διάγνωση.

Οι περισσότεροι από τους προτεινόμενους μηχανισμούς της μακράς COVID επικαλύπτονται με ό,τι έχει ήδη προταθεί για το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Αυτά περιλαμβάνουν του ασθενούς με COVID-19 παράγουν ενέργεια, τη φλεγμονή στον εγκέφαλο και την επίμονη ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Η κατανόηση των μηχανισμών που αποτελούν τη βάση της μακράς COVID θα οδηγήσει τελικά στην ανάπτυξη ενός διαγνωστικού τεστ και θεραπειών για τα εξουθενωτικά συμπτώματα.

Ως ενδεικτικό παράδειγμα, η έρευνα εντόπισε ένα συγκεκριμένο ελάττωμα στο τελικό ένζυμο στην παραγωγή ενέργειας σε κύτταρα από ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Αυτό συνοδεύτηκε από αύξηση της δραστηριότητας ενός άλλου ενζύμου που είναι σημαντικό για την αίσθηση και την απόκριση στο στρες. Τελικά, τα κύτταρα είχαν αυξημένη εξάρτηση από εναλλακτικά ενεργειακά δομικά στοιχεία, καθιστώντας τη διαδικασία παραγωγής ενέργειας στα μιτοχόνδρια λιγότερο αποτελεσματική. Αυτά θα μπορούσαν να προσδιορίσουν το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης με υψηλή ακρίβεια, όπως επίσης και τη μακρά COVID.

Οι μετα-ιικές ασθένειες δεν είναι καινούριες και η μακρά COVID μπορεί να αποτελεί την πιο πρόσφατη προσθήκη σε αυτήν την κατηγορία. Κάθε μετα-ιική ασθένεια έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που την καθιστούν μοναδική, αλλά μοιράζονται παρόμοια κλινικά συμπτώματα και, ενδεχομένως, παρόμοιους μηχανισμούς υποκείμενης νόσου.

Διαβάστε ακόμη...