Η αλλαγή της διατροφής μπορεί να προσθέσει έως και μια δεκαετία στο προσδόκιμο ζωής σας

Ζήσης Ψάλλας

Ερευνητές από τη Νορβηγία χρησιμοποίησαν υπάρχουσες μετα-αναλύσεις και δεδομένα από τη μελέτη Global Burden of Diseases για να δημιουργήσουν ένα μοντέλο που επιτρέπει την άμεση εκτίμηση της επίδρασης στο προσδόκιμο ζωής (LE) μιας σειράς διατροφικών αλλαγών.

Για τους νεαρούς ενήλικες στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μοντέλο εκτιμά ότι μια διαρκής αλλαγή από μια τυπική δυτική διατροφή στη βέλτιστη διατροφή, ξεκινώντας από την ηλικία των 20 ετών, θα αύξανε το LE περισσότερο από μια δεκαετία για τις γυναίκες (μέσος όρος 10,7 χρόνια, από 5,9 έως 14,1 χρόνια) και για τους άνδρες (μέσος όρος 13,0 χρόνια, από 6,9 έως 17,3 χρόνια).

Τα μεγαλύτερα κέρδη σε χρόνια θα πραγματοποιούνταν με την κατανάλωση:

  • περισσότερων οσπρίων (για τις γυναίκες 2,2 χρόνια και για τους άνδρες 2,5 χρόνια),
  • περισσότερων δημητριακών ολικής αλέσεως (για τις γυναίκες 2,0 χρόνια και για τους άνδρες 2,3 χρόνια),
  • περισσότερων ξηρών καρπών (για τις γυναίκες 1,7 χρόνια και για τους άνδρες 2,0 χρόνια),
  • λιγότερου κόκκινου κρέατος (για τις γυναίκες 1,6 χρόνια και για τους άνδρες 1,9 χρόνια),
  • λιγότερου επεξεργασμένου κρέατος (για τις γυναίκες 1,6 χρόνια και για τους άνδρες 1,9 χρόνια).

Η αλλαγή από μια τυπική δίαιτα στη βελτιστοποιημένη δίαιτα στην ηλικία των 60 ετών θα μπορούσε να αυξήσει το LE κατά 8,0 χρόνια (από 4,8 έως 11,2) έτη για τις γυναίκες και κατά 8,8 χρόνια (από 5,2 έως 12,5) έτη για τους άνδρες.

«Η κατανόηση του σχετικού δυναμικού υγείας των διαφορετικών ομάδων τροφίμων θα μπορούσε να επιτρέψει στους ανθρώπους να έχουν εφικτά και σημαντικά οφέλη για την υγεία», λένε οι συγγραφείς. 

Ο Lars Fadnes από το University of Bergen, στη Νορβηγία, επικεφαλής της μελέτης, ανέφερε: «Η έρευνα μέχρι τώρα έχει δείξει οφέλη για την υγεία που σχετίζονται με ξεχωριστές ομάδες τροφίμων ή συγκεκριμένα μοτίβα διατροφής, αλλά δίνουν περιορισμένες πληροφορίες για τον αντίκτυπο στην υγεία άλλων αλλαγών. Η μεθοδολογία μοντελοποίησής μας έχει γεφυρώσει αυτό το χάσμα».

Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο PLOS Medicine.

Διαβάστε ακόμη...