Υπάρχει όμως πιθανότητα η στέβια να αντικαταστήσει τις υπόλοιπες ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες;
Η στέβια είναι ένα θαμνώδες φυτό της οικογένειας των χρυσανθέμων, ενδημικό της Παραγουάης. Με μια διαδικασία παρόμοια με εκείνη του εκχυλισμού του τσαγιού, τα αποξηραμένα φύλλα της στέβιας εμποτίζονται σε νερό, για να απελευθερώσουν τα γλυκά συστατικά που περιέχουν, εξηγεί ο κλινικός διατροφολόγος, Παναγιώτης Κλειάσιος.
Στη συνέχεια, τα πιο εύγευστα, γλυκά συστατικά (γλυκοζίτες στεβιόλης) απομονώνονται και καθαρίζονται, δίνοντας την πρώτη γλυκαντική ύλη φυσικής προέλευσης με μηδενική θερμιδική αξία, που είναι 200 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη.
Το Νοέμβριο του 2011 η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε τη χρήση των γλυκοζιτών στεβιόλης ως γλυκαντικής ύλης σε τρόφιμα και ποτά.
Η αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη της συγκεκριμένης γλυκαντικής ύλης ορίστηκε στα 4 mg ανά kg σωματικού βάρους.
Αποτελέσματα ερευνών δείχνουν, ότι οι γλυκοζίτες στεβιόλης είναι ασφαλείς για χρήση σε τρόφιμα και ποτά και δεν είναι καρκινογόνοι, γενοτοξικοί, ούτε επηρεάζουν αρνητικά το μεταβολισμό της γλυκόζης και την αρτηριακή πίεση.
Επιπλέον, όταν χρησιμοποιούνται συστηματικά για τον έλεγχο της ενεργειακής πρόσληψης, στο πλαίσιο μια ισορροπημένης διατροφής και σε συνδυασμό με τακτική σωματική άσκηση, μπορούν να βοηθήσουν στον έλεγχο του σωματικού βάρους.
Επιτρέπει επίσης στα άτομα με διαβήτη να απολαμβάνουν τη γλυκιά γεύση στη διατροφή τους, χωρίς να επηρεάζονται τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους.
Από τα παραπάνω συμπεραίνει κανείς ότι το νέο γλυκαντικό από στέβια αποτελεί μια ακόμη επιλογή για τους ανθρώπους που επιθυμούν να ελέγξουν το βάρος τους ή που επιθυμούν να περιορίσουν τη ζάχαρη για λόγους υγείας.
Η στέβια δεν θα αντικαταστήσει τις υπόλοιπες ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες, αλλά θα εμπλουτίσει τις διαθέσιμες μέχρι σήμερα επιλογές, δίνοντας τη δυνατότητα στον κάθε άνθρωπο να επιλέξει βάση των ιδιαίτερων γευστικών του προτιμήσεων.
Εξάλλου, κάθε εγκεκριμένη γλυκαντική ύλη έχει τα δικά της γευστικά χαρακτηριστικά (όπως γεύση, υφή, ανθεκτικότητα στη θερμοκρασία κ.λπ.), συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας ποικιλίας προϊόντων με λιγότερες θερμίδες.
Πηγή: mednutrition.gr