Η μελέτη, που δημοσίευσαν στο περιοδικό «Diabetes Care», περιλάμβανε 3.875 άνδρες και γυναίκες και είναι η πρώτη που αποδεικνύει τη σχέση μεταξύ διαβήτη και υδραργύρου στον άνθρωπο.
Το αξιοσημείωτο με τη συγκεκριμένη μελέτη είναι ότι οι συμμετέχοντες με τα υψηλότερα επίπεδα διαβήτη φαίνεται να ακολουθούσαν και τον πιο ισορροπημένο τρόπο ζωής, δηλαδή γυμνάζονταν περισσότερο και είχαν χαμηλό δείκτη μάζας σώματος και μικρότερη περιφέρεια μέσης. Ωστόσο, το παράδοξο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η κατανάλωση ψαριών και θαλασσινών –δηλαδή της βασικής οδού έκθεσης του ανθρώπου στον υδράργυρο-, είναι δείκτης καλής διατροφής ή καλύτερης οικονομικής κατάστασης.
Τα ευρήματα αυτά, δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας, επιδημιολόγος Ka He, δείχνουν ότι πρέπει να στραφούμε σε ψάρια και θαλασσινά που γνωρίζουμε ότι έχουν χαμηλότερα επίπεδα υδραργύρου (π.χ. γαρίδες) και να αποφύγουμε τα πιο επιβαρημένα (π.χ. ξιφίας). Tα μεγάλα ψάρια (π.χ. ο τόνος, ο ξιφίας, το σκουμπρί μεγάλου μεγέθους), επειδή ζουν περισσότερα χρόνια συσσωρεύουν μεγαλύτερη ποσότητα βαρέων μετάλλων και ιδιαίτερα υδραργύρου και γι’ αυτό θα πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωσή τους σε συστηματική βάση. Aντίθετα, τα μικρά ψάρια, τα θαλασσινά, τα οστρακοειδή κ.ά. περιέχουν χαμηλότερα επίπεδα βαρέων μετάλλων.
Επίσης, ο Dr Ka He, τονίζει ότι «η συνολική επίπτωση που έχει στην υγεία η κατανάλωση ψαριών είναι πιθανό να αντανακλά τις αλληλεπιδράσεις θρεπτικών συστατικών και ρύπων που περιέχουν. Γι’ αυτό και η μελέτη μίας από τις ουσίες αυτές θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τη δυσκολία διαχωρισμού της από τις άλλες. Στην παρούσα μελέτη, η σχέση μεταξύ της έκθεσης στον υδράργυρο και της εμφάνισης διαβήτη ενισχύθηκε σημαντικά μετά τον έλεγχο της πρόσληψης ωμέγα-3 λιπαρών οξέων και μαγνησίου, τα οποία συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων του υδραργύρου».
Πηγή: vita.gr