Για τους σκοπούς της μελέτης οι ερευνητές πήραν τηλεφωνικές συνεντεύξεις από 2000 άτομα επί οκτώ συνεχή βράδια, ρωτώντας τους για τα συμβάντα της ζωής τους στη διάρκεια των τελευταίων 24 ωρών. Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα πήραν και δείγματα σάλιου για να μετρήσουν τις τιμές της κορτιζόλης – της ορμόνης του στρες. Οι ερευνητές έκαναν τα παραπάνω το 1995 και τα επανέλαβαν δέκα χρόνια μετά, το 2005.
Διαπίστωσαν ότι τα άτομα που ταράζονταν περισσότερο με τα στρεσογόνα συμβάντα της καθημερινότητάς τους και εξακολουθούσαν να τα συζητούν αφότου είχαν περάσει, ήταν πιο πιθανόν να υποφέρουν από χρόνιες ασθένειες μετά από δέκα χρόνια, κυρίως από πόνους εξαιτίας της αρθρίτιδας καθώς και από καρδιαγγειακά νοσήματα.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι το στρες είναι πιο έντονο στη ζωή των νέων και όσων έχουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο καθώς και ανώτερες νοητικές ικανότητες.
Από την άλλη μεριά, όμως σε ότι αφορά την ευαισθησία των ανθρώπων απέναντι στο στρες, δηλαδή ποιοι το αντιμετώπιζαν καλύτερα και ποιοι ήταν πιο ευπαθείς σ’ αυτό διαπίστωσαν ότι πιο ευαίσθητοι στους στρεσογόνους παράγοντες ήταν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενήλικες – άνω των 65 – καθώς και εκείνοι με το χαμηλότερο μορφωτικό και αντιληπτικό επίπεδο, ενδεχομένως επειδή δεν έχουν την δυνατότητα να ασκήσουν έλεγχο στους στρεσογόνους παράγοντες της ζωής τους. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Annals of Behavioral Medicine.
Πηγή: vita.gr