Η σχέση του καρκίνου με τη διατροφή

944DC161BAFA8FB496D805F5A54C8761.jpg

  Κάνοντας μια βόλτα στους διαδρόμους ενός βιβλιοπωλείου, κοιτάζοντας τους τίτλους βιβλίων στον τομέα που ασχολείται με ζητήματα διατροφής και υγείας, αλλά και με μια «διαδικτυακή βόλτα» σε αντίστοιχες ιστοσελίδες μπορεί κανείς να βρει πολλές έρευνες που καταλήγουν σε ένα γενικό συμπέρασμα: ότι με το να προσέχει κανείς τι τρώει, μπορεί να αποφύγει τον καρκίνο.

Η μία πηγή μετά την άλλη προωθεί τις προστατευτικές δυνάμεις των λεγόμενων «superfoods», τα οποία είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά και άλλες φυτοχημικές ουσίες, ή συμβουλεύει τους αναγνώστες να ακολουθήσουν τον έναν ή τον άλλο τύπο διατροφής.

Στην πραγματικότητα, όμως, «υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στη ‘θρεπτική λαογραφία’ και την επιστήμη», γράφει ο George Johnson σε άρθρο του στους New York Times.

Στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης για την Έρευνα για τον Καρκίνο (American Association for Cancer Research), που έλαβε χώρα μέσα στον Απρίλιο και το οποίο παρακολούθησαν περισσότεροι από 18.500 επιστήμονες, ερευνητές και άλλοι επαγγελματίες, τα τελευταία αποτελέσματα γύρω από τη σχέση της διατροφής και του καρκίνου περιορίστηκαν σε μερικά φυλλάδια και κάποιες διάσπαρτες παρουσιάσεις, σχολιάζει ο αρθρογράφος.

Υπήρξαν κάποιες νέες αναφορές γύρω από τις ενδείξεις ότι ο καφές μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης κάποιων μορφών καρκίνου και τα πιθανά οφέλη της βιταμίνης D, όμως τίποτε παραπάνω πέρα από αυτό.

Ο επιδημιολόγος του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Dr. Walter C. Willett, ο οποίος έχει αφιερώσει πολλά χρόνια στη μελέτη του καρκίνου και της διατροφής, εμφανίστηκε σχεδόν απογοητευμένος. Ό,τι μπορεί να ισχύει για άλλες ασθένειες, δε φαίνεται να ισχύει και για τον καρκίνο. Σε ό,τι αφορά αυτήν την ασθένεια, υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι τα φρούτα και τα λαχανικά προστατεύουν απέναντι στην εμφάνιση καρκίνου, ή ότι τα λιπαρά φαγητά κάνουν κακό.

Φυσικά είναι σημαντικό να προσέχει κανείς το βάρος του, καθώς η παχυσαρκία συνδέεται και με άλλες ασθένειες όπως οι καρδιαγγειακές, ο διαβήτης τύπου 2, η υπέρταση, τα εγκεφαλικά κ.ά. Επίσης, η αποφυγή της υπερκατανάλωσης αλκοόλ έχει εμφανή πλεονεκτήματα, αλλά εκτός κι αν κάποιος είναι σοβαρά υποσιτισμένος, η επίδραση συγκεκριμένων τροφών είναι αρκετά αδύναμη.

Η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική πίσω στο 1997, όταν το Παγκόσμιο Ταμείο Έρευνας για τον Καρκίνο (World Cancer Research Fund) και το Αμερικανικό Ινστιτούτο για την Έρευνα για τον Καρκίνο (American Institute for Cancer Research) δημοσίευσαν μια ογκωδέστατη έρευνα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι μια διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά μπορεί να μειώσει τη συνολική συχνότητα εμφάνισης καρκίνου έως και πάνω από 20%.

Μετά από αναθεώρηση περισσοτέρων από 4.000 διαφορετικών ερευνών, οι συγγραφείς της μελέτης είχαν πειστεί ότι τα πράσινα λαχανικά δρούσαν προστατευτικά έναντι του καρκίνου των πνευμόνων και του στομάχου. Ακόμη, ότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του θυρεοειδούς θα μπορούσε να αποφευχθεί τρώγοντας μπρόκολα, λάχανο και λαχανάκια Βρυξελλών, ή ότι τα κρεμμύδια, οι ντομάτες, το σκόρδο, τα καρότα και τα εσπεριδοειδή έχουν επίσης προστατευτική δράση έναντι του καρκίνου.

Μια μεγάλη έρευνα του 2007 αντέστρεψε τα ευρήματα του Ταμείου.

Σύμφωνα με αυτή, ενώ ορισμένα είδη τροφίμων θα μπορούσαν να προσφέρουν κάποια οφέλη, «σε καμία περίπτωση οι αποδείξεις περί της προστατευτικής δράσης τους δεν είναι πειστικές».

Επιπλέον, κατέρρευσε και η υπόθεση ότι τα λιπαρά φαγητά έχουν άμεση σχέση με την εμφάνιση καρκίνου, καθώς επίσης και η άποψη περί κατανάλωσης περισσότερων φυτικών ινών.

Η θεωρία ότι η κατανάλωση κόκκινου κρέατος προκαλεί καρκίνο του παχέος εντέρου, καλύπτεται από ένα πέπλο αμφισβήτησης.

Δύο μετα-αναλύσεις που δημοσιεύτηκαν το 2011 κατέληγαν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα: η μία υποστήριζε ότι είχε μικρές αρνητικές επιδράσεις, και η άλλη δεν «έβλεπε» καμία συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος και του καρκίνου του παχέος εντέρου.

Άλλωστε και οι πιο αυστηρές μελέτες, είναι δύσκολο να προσαρμοστούν σε αυτό που οι επιδημιολόγοι αποκαλούν «συγχυτικούς παράγοντες»: εκείνοι, για παράδειγμα, που τρώνε πολλά φρούτα και λαχανικά κατά πάσα πιθανότητα έχουν μικρότερο βάρος, ασκούνται πιο συχνά και προσέχουν την υγεία τους γενικότερα.

Στο πρόσφατο συνέδριο, καταλήγει το δημοσίευμα, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση σε άλλα πράγματα: τις νέες ανοσοθεραπείες, το ρόλο των χρόνιων φλεγμονών και τα ατέλειωτα, περίπλοκα «τεχνάσματα» των καρκινικών κυττάρων.

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *