Η αυξημένη εναπόθεση σπλαχνικού λίπους, γνωστή και ως κεντρική παχυσαρκία, μπορεί να αποτελέσει μία επιπλέον επιβάρυνση και προδιάθεση για ασθένειες όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 και η καρδιαγγειακή νόσος. Συγκεκριμένα, η κεντρική παχυσαρκία έχει μελετηθεί ως προγνωστικός παράγοντας για την ανάπτυξη διαφόρων παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, συμπεριλαμβανομένης της υπέρτασης.
Ο μηχανισμός μέσω του οποίου η κεντρική παχυσαρκία οδηγεί σε ανάπτυξη υπέρτασης περιλαμβάνει διάφορα μεταβολικά μονοπάτια.
Συνοπτικά, καθώς η παχυσαρκία αποτελεί μία χρόνια φλεγμονώδη νόσο, η χρόνια παραγωγή προ-φλεγμονωδών και άλλων παραγόντων επηρεάζει μεταξύ άλλων τη νεφρική λειτουργία και συνεπώς τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης μέσω επαρκούς αποβολής νατρίου, προκαλεί ινσουλινοαντίσταση και η λειτουργία του συμπαθητικού νευρικού συστήματος αυξάνεται.
Ως αποτέλεσμα, η αρτηριακή πίεση αυξάνεται σταδιακά και τελικά το άτομο εμφανίζει υπέρταση.
Τι δείχνουν οι έρευνες:
Η ελληνική μελέτη «ΑΤΤΙΚΗ» παρακολούθησε 798 προ-υπερτασικά άτομα, τα οποία ήταν ελεύθερα ιστορικού καρδιαγγειακής νόσου. Η διάρκεια της παρακολούθησης ήταν 5 έτη. Μετά το πέρας των 5 ετών, το 18,7% των ανδρών και το 24,6% των γυναικών εμφάνισαν υπέρταση. Οι παράγοντες που φαίνεται ότι συνετέλεσαν ανεξάρτητα στην ανάπτυξη αυξημένης αρτηριακής πίεσης ήταν η ηλικία (το 50% περίπου των ατόμων που εμφάνισαν υπέρταση ήταν 55-65 ετών ενώ6 στα 10 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εμφάνισαν την πάθηση), το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης, τα αυξημένα επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και η αυξημένη περιφέρεια μέσης. Στο συγκεκριμένο δείγμα ατόμων, φάνηκε ότι αύξηση της περιφέρειας μέσης κατά 1 εκατοστό, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης κατά 4%. Επίσης, η μελέτη έδειξε ότι η υιοθέτηση της μεσογειακής διατροφής είχε προστατευτική επίδραση ως προς την ανάπτυξη υπέρτασης μόνο στα προ-υπερτασικά άτομα με κεντρικού τύπου παχυσαρκία.
Μία άλλη μελέτη που αποδεικνύει τη σχέση κεντρικής παχυσαρκίας και υπέρτασης έλαβε μέρος στη Βραζιλία. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 599 ηλικιωμένα άτομα(60-90 ετών), 412 γυναίκες και 187 άνδρες. Το 70,1% των ατόμων έπασχαν από υπέρταση ενώ το 52,7% είχε κεντρικού τύπου παχυσαρκία.
Η τελευταία, συσχετίστηκε με την ύπαρξη υπέρτασης, ανεξάρτητα από το Δείκτη Μάζας Σώματος, την ηλικία και το επίπεδο μόρφωσης. Ένα σημαντικό εύρημα της μελέτης είναι ότι η παρουσία υπέρτασης σε άτομα φυσιολογικού βάρους ήταν 33% μεγαλύτερη στα άτομα εκείνα που είχαν περιφέρεια μέσης ≥102cm για τους άνδρες και ≥88cm για τις γυναίκες. Ακόμη, η παρουσία υπέρτασης στα άτομα με υπερβάλλον σωματικό βάρος και με κεντρική παχυσαρκία ήταν κατά 18% μεγαλύτερη σε σχέση με υπέρβαρα άτομα χωρίς την ύπαρξη κεντρικού τύπου παχυσαρκίας. Συνεπώς, η αυξημένη περιφέρεια μέσης αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση υπέρτασης σε φυσιολογικού βάρους αλλά και σε υπέρβαρα άτομα.
Σε μία τρίτη μελέτη, που έλαβε μέρος στην Πολωνία, συμμετείχαν 5371 ενήλικες όλων των ηλικιών. Η αυξημένη περιφέρεια μέσης συσχετίστηκε με την παρουσία καρδιαγγειακής νόσου και υπέρτασης στα άτομα αυτά, ανεξάρτητα από την ηλικία τους.
Η κεντρικού τύπου παχυσαρκία, λοιπόν, φαίνεται πως προδιαθέτει για την εμφάνιση υπέρτασης, ανεξαρτήτως σωματικού βάρους. Η προσκόλληση στη μεσογειακή διατροφή, η απώλεια σωματικού βάρους και λιπώδους μάζας και η συστηματική φυσική δραστηριότητα βοηθούν τόσο στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κεντρικής παχυσαρκίας, όσο και στην εξάλειψή της.
Πηγή: mednutrition.gr