«Η έκθεση στη ραδιενεργή ακτινοβολία που ακολούθησε το πυρηνικό ατύχημα στη μονάδα Φουκουσίμα Νταϊίτσι δεν προκάλεσε άμεσες επιπτώσεις στην υγεία του γενικού πληθυσμού», ανέφερε η επιστημονική επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις επιπτώσεις των εκπομπών ραδιενέργειας (UNSCEAR).
«Επιπλέον, είναι απίθανο να μπορέσουμε στο μέλλον να αποδώσουμε σε αυτήν τις συνέπειες που θα έχει στην υγεία του γενικού πληθυσμού και την μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων, η έκθεση των οποίων στη ραδιενέργεια έχει αποδειχθεί», πρόσθεσε η επιστημονική επιτροπή αυτή του ΟΗΕ.
Η επιτροπή, η οποία παρουσίασε τα κύρια πορίσματα μιας έκθεσης που πρόκειται να δημοσιεύσει αργότερα, χαιρέτισε την αντίδραση της ιαπωνικής κυβέρνησης αμέσως μετά την καταστροφή.
«Τα μέτρα που ελήφθησαν από τις αρχές για να προστατευτεί ο πληθυσμός (απομάκρυνση των κατοίκων, προστασία των αστέγων) μείωσαν σημαντικά την έκθεση στις ακτινοβολίες, η οποία σε αντίθετη περίπτωση θα είχε πολλαπλασιαστεί επί 10», σύμφωνα με την UNSCEAR.
«Ουδείς θάνατος λόγω έκθεσης στη ραδιενέργεια καταγράφηκε μεταξύ των περίπου 25.000 εργαζόμενων οι οποίοι στάλθηκαν στον τόπο του δυστυχήματος. Λόγω του μικρού αριθμού των εργαζομένων που εκτέθηκαν πολύ, είναι απίθανο να διαπιστωθεί τα επόμενα χρόνια μια αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου του θυρεοειδούς τα οποία θα οφείλονται στην ακτινοβολία από το δυστύχημα στην Φουκουσίμα», πρόσθεσε η επιτροπή των ερευνητών του ΟΗΕ.
Το δυστύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο Φουκουσίμα, που σημειώθηκε εξαιτίας του σεισμού 9 βαθμών και του τσουνάμι που προκάλεσε, είχε ως συνέπεια να υπάρξουν μεγάλες εκπομπές ραδιενέργειας στον αέρα, στα νερά και στα εδάφη της περιοχής της μονάδας, 220 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Τόκιο.
Περίπου 100.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους, ενώ περίπου 19.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από το σεισμό και το τσουνάμι. Δεν υπάρχουν όμως επίσημα στοιχεία σχετικά με τους θανάτους που συνδέονται άμεσα με τις εκπομπές ραδιενεργής ακτινοβολίας από την πυρηνική μονάδα.
Μια έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) ανέφερε τον Μάρτιο ότι ο κίνδυνος εκδήλωσης καρκίνου έχει αυξηθεί για τους πληθυσμούς που ζουν στις περιοχές που μολύνθηκαν περισσότερο, όμως ο υπόλοιπος πληθυσμός της Ιαπωνίας δεν έχει επηρεαστεί.
Το δυστύχημα στη Φουκουσίμα είναι το χειρότερο μετά από εκείνο του Τσερνομπίλ το 1986, μετά το οποίο είχε ενσκήψει σημαντική αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου του θυρεοειδούς.
«Οι δόσεις ραδιενεργής ακτινοβολίας που δέχτηκαν οι πληθυσμοί μετά το Τσερνομπίλ, ιδιαίτερα τα παιδιά αλλά και οι ενήλικες στον θυρεοειδή, ήταν πολύ υψηλότερες από αυτές που μετρήθηκαν στη Φουκουσίμα», εξήγησε σε συνέντευξη τύπου ο Βόλφγκανγκ Βάις, επικεφαλής της ομάδας ερευνητών που εκπόνησαν την έκθεση αυτή της UNSCEAR.