Η οικονομική κρίση που βιώνει τόσο η χώρα μας, όσο και ο παγκόσμιος πληθυσμός σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος αγοράς τροφίμων, οδηγεί σε αλλαγές διατροφικών συνηθειών που επηρεάζουν τον οργανισμό.
Ενώ θα περίμενε κανείς σε περίοδο οικονομικής δυσπραγίας, το βάρος του πληθυσμού να μειώνεται, αντιθέτως παρατηρείται αύξηση. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με το γεγονός ότι γίνεται μείωση στην ποιότητα των τροφών, ενώ αυξάνεται η ποσότητα τροφών «δεύτερης κατηγορίας». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η παχυσαρκία καλείται και ως η ασθένεια των φτωχών.
Ένας άλλος λόγος για την αύξηση του βάρους είναι η ψυχολογική πίεση που αυξάνεται σε περιόδους που μειώνεται το εισόδημα. Η ψυχολογική πίεση οδηγεί μεγάλη μερίδα του πληθυσμού να καταναλώνει μεγαλύτερη ποσότητα παχυντικών τροφών προσπαθώντας να καλυτερεύσει τη διάθεσή του ή να διαχειριστεί το άγχος του. Σε αυτές τις περιπτώσεις το φαγητό λειτουργεί σαν μέσο ανακούφισης και παρηγοριάς.
Αν εξετάσουμε τις αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες σε περίοδο κρίσης θα παρατηρήσουμε ότι έχουμε μείωση στην κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών, μείωση της κατανάλωσης ψαριών, αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων που είναι πλούσια σε ζάχαρη και κορεσμένα λιπαρά π.χ σοκολάτα και αύξηση της κατανάλωσης γρήγορου και φτηνού φαγητού. Αυτές οι αλλαγές στην διατροφή οδηγούν σε αύξηση των προσλαμβανόμενων θερμίδων χωρίς όμως επαρκές θρεπτικό αντίκρισμα μικροθρεπτικών συστατικών όπως π.χ βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία..
Αναλύοντας διεξοδικά τη διατροφή του πληθυσμού σε περίοδο κρίσης θα αντιληφθούμε ότι η αύξηση βάρους δεν οφείλεται μόνο στην αύξηση της ποσότητας της προσλαμβανόμενης τροφής, αλλά και στη λάθος επιλογή τροφίμων σε ποιότητα. Αποτέλεσμα της κακής ποιότητας τροφών όπως αναφέραμε και παραπάνω είναι η αύξηση της ποσότητας κατανάλωσης τους για να μπορέσει ο οργανισμός να συμπληρώσει τις ανάγκες του σε μικροθρεπτικά συστατικά. Αυτός ο φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει εάν αλλάξουμε τις διατροφικές συνήθειες.
Η ρήση των στωικών φιλοσόφων «ουδέν κακό αμιγές καλού» ταιριάζει απόλυτα στην παρούσα κατάσταση. Εάν καταφέρουμε να προσαρμόσουμε στην καθημερινότητά μας την πιο δοκιμασμένη και ευεργετική μέθοδο διατροφής, τη μεσογειακή διατροφή, θα έχουμε καλύτερη υγεία, τροφές με μεγάλη θρεπτικότητα και θα ξοδεύουμε λιγότερα χρήματα για το φαγητό μας.
Η μεσογειακή διατροφή προϋποθέτει υψηλή κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, οσπρίων, δημητριακών και ελαιολάδου. Επίσης μέτρια κατανάλωση ψαριών και χαμηλή κατανάλωση κρέατος. Οι φθηνές επιλογές που μπορούμε να κάνουμε με βάση τις παραπάνω οδηγίες είναι ή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών ανάλογα με την εποχή τους που είναι πιο φθηνά και έχουν μεγαλύτερη θρεπτική αξία και η κατανάλωση ψαριών που κοστίζουν φθηνότερα όπως π.χ ο γαύρος και η σαρδέλα που έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε καλά λιπαρά οξέα.
Ένας άλλος τρόπος για να μειώσουμε τα χρήματα που δαπανούμε για το φαγητό μας είναι να ψωνίζουμε έχοντας κάνει την κατάλληλη έρευνα αγοράς και να ψωνίζουμε με λίστα. Έχοντας προγραμματίσει το μενού της εβδομάδας παίρνουμε τα απαραίτητα τρόφιμα και δεν κάνουμε σπατάλες. Επίσης δεν πρέπει να πετάμε φαγητό. Το φαγητό μπορεί να καταναλωθεί με την κατάλληλη συντήρηση και την επόμενη μέρα. Επίσης μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε σαν πρώτη ύλη για την παρασκευή διαφορετικού φαγητού π.χ εάν περισσέψει λίγο κοτόπουλο το οποίο το είχαμε κάνει στο φούρνο με πατάτες, μπορούμε να το βάλουμε σε ένα σάντουιτς μαζί με λίγο ντομάτα και μαρούλι και να το φάμε για σνακ την επόμενη μέρα.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα παραπάνω είναι ότι κάνοντας σωστή διαχείριση των οικονομικών μας όσον αφορά στο κόστος του φαγητού και υιοθετώντας τις υγιεινές επιλογές που βασίζονται στη μεσογειακή διατροφή, θα καταφέρουμε να έχουμε κέρδος μέσα από αυτή την.
Πηγή: diatrofi.gr