Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, οι καταναλωτές θεωρούν ότι τα φυτοθεραπευτικά είναι ηπιότερα και λιγότερο επικίνδυνα από τα συνθετικά φάρμακα. Τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε στη Γερμανία για τη στάση των καταναλωτών στη χρήση φυτοθεραπευτικών έδειξαν ότι το 75% θεωρεί τη χρήση τους «πολύ σημαντική» ή «σημαντική», το 80% αξιολόγησε τον κίνδυνο τοξικότητας των φυτοθεραπευτικών χαμηλό ενώ το 90% αξιολόγησε τον κίνδυνο τοξικότητας από τα συμβατικά φάρμακα ως «μέτριο προς υψηλό». Τα στοιχεία αυτά παρουσίασε ο φαρμακοποιός λοχαγός Χρυσόστομος Αναστασιλάκης σε ανακοίνωσή του στο 24ο Ιατρικό Συνέδριο Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
«Η φυτοθεραπεία αποβλέπει στην μόνιμη διόρθωση της ανώμαλης χημείας του σώματος, στοχεύοντας και τους προδιαθεσικούς παράγοντες που τα συμβατικά φάρμακα αδυνατούν να αντιμετωπίσουν. Τα φυτοθεραπευτικά δρουν κυρίως με την ενδυνάμωση των φυσιολογικών λειτουργιών του οργανισμού. Αποβλέπουν στη θεραπευτική αντιμετώπιση του οργανισμού ως «σύνολο», λαμβάνοντας υπόψη τις φυσικές, διανοητικές, συναισθηματικές και πνευματικές του απόψεις» ανέφερε ο Αναστασιλάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα φυτοθεραπευτικά δεν είναι τοξικά , η θεραπευτική τους αποτελεσματικότητα και ασφάλεια είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, χρησιμοποιούνται παραδοσιακά στη λαϊκή θεραπευτική ,το κόστος αγοράς είναι χαμηλό διότι υπάρχουν σε αφθονία στη φύση, ενώ οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ήπιες. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή όταν γίνεται συνδυασμένη χρήση φυτοθεραπευτικών και συμβατικών φαρμάκων επειδή τα πρώτα ενδέχεται να επηρεάσουν τη δράση των δεύτερων.
«Τα τεκμηριωμένα φυτοθεραπευτικά έχουν παρόμοια αποτελεσματικότητα με τα συμβατικά φάρμακα και καλύτερη ασφάλεια . Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατατάσσει ως παραδοσιακά φυτικά φαρμακευτικά προϊόντα, τα φυτικά φαρμακευτικά προϊόντα που έχουν χρησιμοποιηθεί για τουλάχιστον 30 έτη, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον 15 ετών εντός της ΕΕ, και που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν χωρίς την επίβλεψη ενός ιατρικού επαγγελματία και δεν χορηγούνται με ένεση. Οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες δεν ασχολούνται με αυτά, καθώς τα κέρδη είναι χαμηλά, λόγω αδυναμίας κατοχύρωσης «πατέντας». Αναπτύσσονται συνήθως από μικρές εταιρείες, και πανεπιστημιακά εργαστήρια» πρόσθεσε ο κ Αναστασιλάκης.