Ζήσης Ψάλλας
Σε γυναίκες με ιστορικό αποβολής, τα υψηλότερα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας σχετίστηκαν με μεγαλύτερο κίνδυνο υποκλινικής ή πολύ πρώιμης απώλειας εγκυμοσύνης, σύμφωνα με ερευνητές από το University of Massachusetts Amherst.
«Ο κίνδυνος που σχετίζεται με τη σωματική δραστηριότητα είναι διαφορετικός για την αποτυχία της εγκυμοσύνης κοντά στον χρόνο εμφύτευσης σε σύγκριση με αργότερα, την κλινική απώλεια εγκυμοσύνης», γράφει η επικεφαλής συγγραφέας Lindsey Russo, διδακτορική φοιτήτρια.
«Η περίοδος εμφύτευσης μπορεί να αντιπροσωπεύει μια εποχή ευπάθειας, όταν η δραστηριότητα υψηλής έντασης θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για υποκλινική ή πολύ πρώιμη απώλεια εγκυμοσύνης», προσθέτει η Russo. Απαιτούνται πάντως μεγαλύτερες μελέτες για την περαιτέρω εξέταση του ζητήματος. «Υπήρχε περίπου διπλάσιος κίνδυνος πολύ πρώιμης απώλειας εγκυμοσύνης για τις γυναίκες που ήταν πολύ δραστήριες σε σύγκριση με εκείνες που ήταν λιγότερο δραστήριες».
«Καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε ένα ενδιαφέρον κενό στη βιβλιογραφία, όπου υπήρχαν αντικρουόμενες ενδείξεις για το κατά πόσον η σωματική δραστηριότητα μπορεί να έχει αρνητική, ευεργετική ή καμία επίδραση στην εγκυμοσύνη», ανέφερε ο Brian Whitcomb, καθηγητής επιδημιολογίας. «Ο προσδιορισμός αυτών των πολύ πρώιμων αποτυχιών εγκυμοσύνης απαιτεί εργαστηριακές εξετάσεις και καθημερινή συλλογή δειγμάτων για τον εντοπισμό της εγκυμοσύνης και των απωλειών. Λίγες μελέτες είναι σε θέση να το κάνουν αυτό».
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από τη μελέτη Effects of Aspirin in Gestation and Reproduction (EAGeR). Οι συμμετέχουσες στη μελέτη χρησιμοποίησαν τεστ εγκυμοσύνης στο σπίτι τους που συνδυάστηκαν με πληροφορίες από εργαστηριακά τεστ εγκυμοσύνης τα οποία επιβεβαιώθηκαν από την αύξηση της ορμόνης hCG -ένας από τους πρώτους δείκτες εγκυμοσύνης. Μεταξύ των 785 γυναικών που έμειναν έγκυες, οι 188 (23,9%) εμφάνισαν απώλεια εγκυμοσύνης, συμπεριλαμβανομένων 55 υποκλινικών απωλειών που εντοπίστηκαν μόνο από δοκιμές hCG.
Ο βαθμός σωματικής δραστηριότητας ορίστηκε από το χρόνο που αφιερώθηκε και το επίπεδο έντασης. «Προσπαθούμε να παρέχουμε καλές, τεκμηριωμένες πληροφορίες για γυναίκες που είναι έγκυες και θέλουν να ξέρουν τι να κάνουν και επίσης για τους κλινικούς ιατρούς που παρέχουν καθοδήγηση και συμβουλές στις ασθενείς τους», είπε ο Whitcomb.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Fertility and Sterility.