Το φαινόμενο της παχυσαρκίας έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις, καθώς 6 στους 10 συνανθρώπους μας έχουν βάρος υψηλότερο από το φυσιολογικό, αλλά το σημαντικότερο ίσως είναι η αδυναμία εύρεσης μιας αποτελεσματικής δίαιτας, ενός τρόπου που θα επιδρούσε αποτελεσματικά στη μείωση και διατήρηση του βάρους.
Το κενό αυτό, παράλληλα με τη ματαιόδοξη φύση του ανθρώπου για αναζήτηση μιας εύκολης λύσης, προσφέρουν πρόσβαση στη «συνωμοσιολογία» και στην «εφευρετικότητα» αποθεώνοντας θεωρίες χωρίς επιστημονικό έρεισμα. Μια από αυτές τις κατηγορίες είναι η δίαιτα χωρίς γλουτένη (gluten-free diet) που το τελευταίο διάστημα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στους χώρους της απανταχού ευπιστίας των ανθρώπων με παραπάνω κιλά κι όχι μόνο.
Ας δούμε όμως πολύ σύντομα τι είναι η γλουτένη. Πρόκειται για μία πρωτεΐνη που βρίσκεται στο σιτάρι, τη σίκαλη, το κριθάρι και στη βρώμη και συνεπώς ό,τι παρασκευάζεται από τα παραπάνω υλικά όπως ζυμαρικά, ψωμί, κέικ, μπισκότα, κράκερ, σούπες, δημητριακά πρωινού και πολλά άλλα περιέχει γλουτένη. Μάλιστα, για να ακριβολογούμε η γλουτένη είναι το σύνολο των πρωτεϊνικών συστατικών των τροφών που διακρίνονται σε δυο κατηγορίες: τις προλαμίνες και τις γλουτελίνες. Μια προλαμίνη, η γλιαδίνη, που συναντάται στο σιτάρι είναι κυρίως υπεύθυνη για τη δυσανεξία στη γλουτένη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η κολλώδης μάζα που προκύπτει όταν αναμειγνύουμε αλεύρι και νερό, οφείλεται στη γλιαδίνη.
Σε ορισμένα άτομα η έκθεση στη γλιαδίνη και γενικότερα στις προλαμίνες της γλουτένης προκαλεί μία φλεγμονώδη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος που οδηγεί στην καταστροφή του εσωτερικού (και πιο συγκεκριμένα των λαχνών) του λεπτού εντέρου. Αυτό παρεμποδίζει την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών οδηγώντας σε συμπτώματα όπως διάρροια, κόπωση, αναιμία, απώλεια βάρους που συνιστούν την πάθηση που ονομάζεται κοιλιοκάκη (Celiac disease).
Όμως, εκτός από τη σοβαρή πάθηση της κοιλιοκάκης, ένα μεγάλο κομμάτι του ιατρικού κόσμου αποδίδει ένα σύνολο συμπτωμάτων όπως διάρροια, φούσκωμα, δυσφορία, κόπωση, πονοκέφαλος, ομιχλώδης σκέψη (brain fog), σε μια λιγότερο σοβαρή κατάσταση: την «ευαισθησία στη γλουτένη» (Non-Celiac Gluten Sensitive, ή NCGS).
Ωστόσο η επιστημονική κοινότητα δεν συμφωνεί με την αποτελεσματικότητα της αποφυγής κατανάλωσης τροφών με γλουτένη. Πρόσφατη μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό Gastroenterology έδειξε ότι κάτι τέτοιο δεν ωφέλησε τα άτομα που ισχυρίζονταν ότι είχαν «ευαισθησία στη γλουτένη», ενώ η Mayo Clinic σε επίσημη θέση της τον προηγούμενο μήνα, τονίζει ότι δεν υπάρχει διαγνωστικό τεστ που να προσδιορίζει την ευαισθησία στο σιτάρι, ενώ η δίαιτα ελεύθερης γλουτένης πιθανώς να μειώνει την πρόσληψη φυτικών ινών δημιουργώντας δυσκοιλιότητα και φούσκωμα.
Το εντυπωσιακό όμως είναι η τεράστια αύξηση της βιομηχανίας των προϊόντων χωρίς γλουτένη. Το 2012 ξοδεύτηκαν στην Αμερική 4,2 δισεκατομμύρια δολάρια για τέτοια προϊόντα, ενώ η πρόβλεψη για το 2017 είναι ότι το νούμερο θα φτάσει στα 6,6 δισ. δολάρια. Αν αναλογιστεί κανείς ότι τα προϊόντα αυτά κοστίζουν 242% περισσότερο, κατά μέσο όρο, από τα συμβατικά αντίστοιχα προϊόντα, γίνεται εύκολα αντιληπτό το τεράστιο κέρδος που διακυβεύεται.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του παραλογισμού και της μανίας για τέτοια προϊόντα αρκεί να δούμε πως μόνο 1 στους 133 πάσχει από κοιλιοκάκη, 1 στους 16 μπορεί να έχει μια όχι σοβαρή ευαισθησία και όμως το 29% του πληθυσμού χρησιμοποιεί τέτοια προϊόντα, καθώς πιστεύει ότι τον βοηθούν.
Η απώλεια βάρους αποτελεί μια σοβαρή υπόθεση και θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με συστηματική αλλαγή των διατροφικών μας συνηθειών και του τρόπου ζωής μας γενικότερα, χωρίς να ανατρέχουμε σε «δονκιχωτικές» τεχνικές, συχνά επιζήμιες για την υγεία μας.
Πηγή: nutrimed.gr