Γιατί τα προβλήματα μετά την ανάκαμψη από COVID-19 μπορεί να παραμένουν

Ζήσης Ψάλλας

Παγκοσμίως, η σήψη είναι η κύρια αιτία θανάτου που σχετίζεται με μόλυνση. Συνολικά 320.000 περιπτώσεις σήψης αντιμετωπίζονται σε γερμανικά νοσοκομεία κάθε χρόνο. Η ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα είναι ανησυχητικά υψηλή και φτάνει περίπου το 25%. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η πλειονότητα των ασθενών με σοβαρή COVID-19 αναπτύσσει σήψη.

Τα ευρήματα που προέκυψαν από το Κέντρο Ελέγχου και Φροντίδας της Σήψης στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Jena υπήρξαν ζωτικής σημασίας για την προώθηση συλλογικών προσπαθειών που συνδυάζουν βασική έρευνα προσανατολισμένη στον ασθενή με κλινική έρευνα στον τομέα της σήψης. Άλλα ερευνητικά ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την αποκατάσταση και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της σοβαρής ασθένειας. Ένα διεπιστημονικό κέντρο για την COVID βρίσκεται επί του παρόντος υπό ανάπτυξη.

Η παρούσα μελέτη διερεύνησε τη νοσηρότητα, τους παράγοντες κινδύνου, τη θεραπεία και το κόστος που σχετίζεται με τη σήψη. 

Η ομάδα της μελέτης είχε πρόσβαση στα ανώνυμα δεδομένα υγείας περισσότερων από 23 εκατομμυρίων ατόμων στη Γερμανία μεταξύ 2008 και 2017. Οι ερευνητές εντόπισαν 159.684 άτομα ηλικίας 15 ετών και άνω που νοσηλεύτηκαν με σήψη το 2013 ή το 2014, λαμβάνοντας θεραπεία σε μονάδα κανονικής ή εντατικής θεραπείας.

Για καθέναν από αυτούς τους ασθενείς, οι ερευνητές συγκέντρωσαν δεδομένα σχετικά με προηγούμενες νοσηρότητες καθώς και δεδομένα για νέες διαγνώσεις που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια των τριών ετών μετά τη σήψη. Κατέγραψαν επίσης τυχόν σχετικές ανάγκες θεραπείας και φροντίδας μετά τη σήψη.

Τρεις στους τέσσερις επιζώντες από σήψη κατέγραψαν νέα διάγνωση κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά το εξιτήριο. Πάνω από το 30% των επιζώντων από σήψη πέθαναν κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου. Μεταξύ των νεότερων ασθενών (ηλικίας κάτω των 40 ετών), το ποσοστό των ατόμων που ανέπτυξαν επιπλοκές μετά τη σήψη ήταν 56%.

Επεκτείνοντας τη συχνότητα των επιπλοκών στην υγεία, η καθηγήτρια Christiane Hartog, τόνισε: «Η πλειοψηφία των επιζώντων εμφανίζει ψυχολογικά, γνωστικά και σωματικά συμπτώματα. Το γεγονός ότι αυτά συμβαίνουν συχνά μαζί αυξάνει τη σοβαρότητα της επίδρασής τους. Παραδόξως, φαίνεται να υπάρχει πολύ μικρή διαφορά μεταξύ των ατόμων των οποίων η σηψαιμία ήταν λιγότερο σοβαρή και των ατόμων που χρειάζονταν εντατική θεραπεία. Αυτό το εύρημα μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία για άτομα με σύνδρομο μετά την COVID".

Διαβάστε ακόμη...