Γιατί μερικοί άνθρωποι δεν κολλάνε COVID-19;

Θάνος Ξυδόπουλος

Ένα από τα μυστήρια της πανδημίας COVID-19 είναι γιατί μερικοί άνθρωποι μολύνονται χωρίς να αρρωστήσουν και άλλοι δεν μολύνονται καθόλου, παρότι έχουν εκτεθεί στον ιό. 

Η Faith Paine, 26 ​​ετών, από το Λονδίνο, προσφέρθηκε εθελοντικά σε μια «δοκιμή πρόκλησης» -που σημαίνει ότι οι ερευνητές της έδωσαν τον ιό που προκαλεί το COVID-19 στη μύτη της, με σκοπό να την αρρωστήσουν. Για 17 ημέρες πέρυσι, χρειάστηκε να μείνει σε ένα μονόκλινο δωμάτιο στο Royal Free Hospital του Λονδίνου, χωρίς να μπορεί να φύγει, να ασκηθεί ή να δει κανέναν. Δεν κόλλησε. Δεν εμφάνισε ποτέ λοίμωξη και ποτέ είχε τον ιό. Το ίδιο συνέβη και με άλλα 18 άτομα που συμμετείχαν στο πείραμα -συνολικά συμμετείχαν περισσότερα άτομα.

Ο Andrew Catchpole, ο οποίος βοήθησε στην έρευνα, είπε ότι δεν περίμενε να αρρωστήσουν όλοι. Ο ίδιος διεξάγει τακτικές δοκιμές πρόκλησης για λοιμώξεις όπως η γρίπη και πάντα στοχεύει στο 50% έως 70% να αρρωστήσει, για να διασφαλίσει ότι δίνει αρκετή, αλλά όχι μη ασφαλή ποσότητα ιού. Αλλά δεν χρειάστηκε πολύς ιός για να δοθεί σε αυτά τα 18 άτομα, και παρόλο που τα δεδομένα αναλύονται ακόμη, δεν έχει εντοπιστεί ένας ξεκάθαρος λόγος για τον οποίο δεν κόλλησαν ή γιατί ποτέ δεν ανέφεραν σημαντικά συμπτώματα. 

Ο Δρ András Spaan, μικροβιολόγος στο Πανεπιστήμιο Rockefeller στη Νέα Υόρκη, ελπίζει να μάθει περισσότερα για το COVID-19 μελετώντας άτομα που δεν νοσούν. Ο Spaan και οι συνεργάτες του έχουν ήδη δείξει ότι ορισμένα γονίδια μπορούν να επιδεινώσουν την COVID-19. Περίπου το 10% των ασθενών με σοβαρή πνευμονία COVID-19 μοιράζονται ένα γενετικό ατύχημα, όπως ανακαλύφθηκε σε μια μελέτη το περασμένο φθινόπωρο.

Όταν ο Spaan και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν την πρώτη τους εργασία για το θέμα το φθινόπωρο, πλημμύρισαν από 7.000 email από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο που προσφέρθηκαν να συμμετάσχουν στην έρευνα. Μέχρι στιγμής, είπε, η ομάδα, έχει εγγράψει 700 εθελοντές, αναλύοντας το DNA και τις εμπειρίες τους με τον COVID-19. Δεν είναι σαφές εάν η ανοσία στον ιό που προκαλεί η COVID-19 θα μεταφραστεί σε προστασία από άλλες ιογενείς ασθένειες, όπως η γρίπη. Πολύ συχνά, υπάρχει ένα τίμημα για τη γενετική αντίσταση στις ασθένειες. Τα γονίδια που προσδίδουν αντίσταση στην ελονοσία, για παράδειγμα, αυξάνουν τον κίνδυνο για δρεπανοκυτταρική αναιμία, μια θανατηφόρα και εξαιρετικά επώδυνη διαταραχή του αίματος.

Ωστόσο, είπε ο Spaan, είναι σημαντικό να μελετηθούν αυτά τα άτομα. «Με τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο η ανθρώπινη γενετική λειτουργεί κατά της COVID, μπορεί να υπάρχουν στοιχεία για τη θεραπεία», είπε.

Οι πιθανοί λόγοι

Το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα έχει εξελίξει μια σειρά από στρώματα προστασίας, μερικά από τα οποία υπάρχουν από τότε που οι πρόγονοί μας ήταν μονοκύτταροι οργανισμοί. Ένα από αυτά τα στρώματα περιλαμβάνει τα αντισώματα, τα οποία μπορούν να αναγνωρίσουν τους ιούς, να τους δεσμεύσουν και να τους εξουδετερώσουν. Μερικά από αυτά τα αντισώματα μπορούν να βρεθούν στη μύτη και να αρχίσουν να επιτίθενται σε ιούς όπως ο SARS-CoV-2,  προτού έχουν την ευκαιρία να εισέλθουν στο σώμα.

Εάν ο ιός στα σταγονίδια ή στα αερολύματα που εισπέουμε είναι σε σχετικά μικρές ποσότητες, το να έχετε το αντίσωμα ακριβώς εκεί μπορεί κάλλιστα να μπλοκάρει εντελώς τη μόλυνση. Αλλά είναι δύσκολο να μετρηθούν τα επίπεδα αντισωμάτων στη μύτη, επομένως δεν είναι σαφές εάν κάποιος έχει αρκετά αντισώματα εκεί για να προστατεύσει από τη μόλυνση.

Τα Τ-λεμφοκύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν επίσης να αναγνωρίσουν κύτταρα που έχουν μολυνθεί από τον ιό και να τα καθαρίσουν πριν ο ιός αναπτυχθεί πολύ ή εξαπλωθεί σε όλο το σώμα. Και πάλι, είναι δύσκολο να μετρηθούν.

Πολύ λίγα είναι γνωστά για τους αρχαίους προστατευτικούς μηχανισμούς, όπως πρωτεΐνες που σκοτώνουν τους ιούς στη βλέννα. Αυτά υπήρχαν σχεδόν όσο και οι ιοί, έτσι τα παθογόνα έχουν μάθει τρόπους να τους αποφεύγουν. Είναι πραγματικά δύσκολο να διαπιστωθεί εάν έχουν μεγάλη επίδραση ή όχι.

Τέλος, μερικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν ένα ανοσοποιητικό σύστημα που ανταποκρίνεται τόσο γρήγορα στη μόλυνση που ο ιός δεν έχει χρόνο να αναπαραχθεί πολύ πριν εξαφανιστεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα παιδιά γενικά -αν και όχι πάντα- έχουν μια ήπια ανταπόκριση σε μια λοίμωξη COVID-19.

Διαβάστε ακόμη...