Το «μπλοκάρισμα» της συγκεκριμένης πρωτεΐνης εξαφανίζει τη φαγούρα, γεγονός που δημιουργεί ελπίδες για νέες πιο αποτελεσματικές φαρμακευτικές θεραπείες στο μέλλον, αν και κάτι τέτοιο θα πάρει αρκετό χρόνο.
Τα υπάρχοντα αντισταμινικά φάρμακα έχουν αποτέλεσμα σε μερικές μόνο φαγούρες, αλλά όχι στις περισσότερες περιπτώσεις. Σχεδόν το 15% των ανθρώπων ταλαιπωρούνται από διάφορες χρόνιες φαγούρες, τις οποίες προκαλούν διάφορες παθήσεις ή φάρμακα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μαρκ Χουν του Εθνικού Ινστιτούτου Οδοντιατρικής και Κρανιοπροσωπικής Έρευνας των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», σύμφωνα με το ίδιο, το «Nature» και το «New Scientist», ανακάλυψαν ότι το εν λόγω μόριο-νευροδιαβιβαστής, το οποίο μεταφέρει τα σήματα μεταξύ των νευρικών κυττάρων, παίζει ρόλο-κλειδί στην αίσθηση της φαγούρας, μια διαταραχή που για αρκετούς ανθρώπους έχει γίνει χρόνια κατάσταση.
Τα πειράματα με ποντίκια έδειξαν ότι όταν η εν λόγω ουσία, το νατριουρητικό πολυπεπτίδιο b (Νppb), αφαιρείται από το σώμα, η φαγούρα σταματά, αλλά όταν επανεισάγεται στο νωτιαίο μυελό, τότε η φαγούρα εμφανίζεται ξανά.
«Η έρευνά μας δείχνει ότι η φαγούρα, που κάποτε εθεωρείτο ένας χαμηλής έντασης πόνος, είναι μια διακριτή αίσθηση, που έχει τη δική της αποκλειστική “καλωδίωση” στο νευρικό σύστημα, τη δική της βιοχημική γραμμή απευθείας σύνδεσης με τον εγκέφαλο», δήλωσε ο Χουν.
«Η καλύτερη κατανόηση της βιολογίας της φαγούρας και των μορίων που εμπλέκονται σε αυτήν, σημαίνει ότι πλησιάζουμε να βρούμε μια θεραπεία για τη χρόνια φαγούρα. Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν τη φαγούρα απλώς μια πρόσκαιρη ενόχληση, όμως υπάρχουν ασθενείς που έχουν κακή ποιότητα ζωής εξαιτίας της χρόνιας φαγούρας», πρόσθεσε.
Άνθρωποι που πάσχουν από ψωρίαση ή έκζεμα, συχνά υποφέρουν από χρόνια φαγούρα, όμως η τελευταία εμφανίζεται επίσης σε μια ποικιλία διαταραχών, όπως σε μολύνσεις από μύκητες, εξαιτίας εγκαύματος από τον ήλιο ή απλώς λόγω ξηρότητας του δέρματος. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που, λόγω της έντονης φαγούρας, ματώνουν το δέρμα τους.
Στα εργαστηριακά πειράματά τους, οι αμερικανοί ερευνητές εξέτασαν σε ζώα την επίδραση διαφόρων νευροδιαβιβαστών σε σχέση με τη φαγούρα και τον πόνο, ώσπου βρήκαν ότι η πρωτεϊνη Nppb εμπλέκεται αποκλειστικά στη φαγούρα. Όταν τροποποίησαν γενετικά ορισμένα ποντίκια ώστε να μην έχουν στο DNA τους αυτή την ουσία (αφαιρώντας το γονίδιο που ρυθμίζει τη Nppb), τα ζώα ήσαν πια ανίκανα να νιώσουν φαγούρα, αλλά συνέχιζαν να αισθάνονται τον πόνο ή τη θερμότητα.
Ακόμα, οι επιστήμονες ανακάλυψαν συγκεκριμένα κύτταρα και νεύρα στο νωτιαίο μυελό, τα οποία συνδέονταν με τον εγκέφαλο και ανταποκρίνονταν στον εν λόγω νευροδιαβιβαστή Nppb. Όταν αυτά τα νεύρα αφαιρέθηκαν, τα ζώα επίσης δεν μπορούσαν να βιώσουν φαγούρα.
Επειδή τα νευρικά συστήματα των ποντικιών και των ανθρώπων είναι παρόμοια (αλλά όχι ίδια), οι ερευνητές θα αναζητήσουν πλέον και στους ανθρώπους τα αντίστοιχα βιοχημικά και νευρικά κυκλώματα, ώστε να δουν αν μπορούν να «μπλοκάρουν» τη φαγούρα, χωρίς να προκαλέσουν ανεπιθύμητες παρενέργειες. Η ουσία Nppb εμπλέκεται επίσης στη λειτουργία της καρδιάς, των νεφρών και άλλων οργάνων, συνεπώς χρειάζεται μεγάλη προσοχή.
Η φαγούρα θεωρείται ότι εξελίχτηκε από τα πανάρχαια χρόνια ως άμυνα του οργανισμού κατά των παρασίτων (η ισταμίνη που προκαλεί φαγούρα, είναι μια ουσία που εκκρίνει το ανοσοποιητικό σύστημα μετά από το τσίμπημα ενός εντόμου). Το κακό με τη φαγούρα είναι ότι, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δημιουργείται ο γνωστός φαύλος «κύκλος ξυσίματος-φαγούρας»: όσο περισσότερο ξύνεται κανείς, τόσο δυναμώνει η φαγούρα, έτσι ξύνεται περισσότερο κοκ.
Το γεγονός ότι συχνά νιώθει κανείς φαγούρα και μόνο που σκέπτεται κάτι, δεν βοηθά στην αντιμετώπισή της. Επίσης, πρόβλημα αποτελεί η σχέση «ανταλλαγής» πόνου-φαγούρας: τα φάρμακα που καταπολεμούν τον πόνο, φέρνουν φαγούρα, ενώ το ξύσιμο διώχνει μεν τη φαγούρα, αλλά φέρνει πόνο.