Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Νταβίντερ Σίντου του πανεπιστημίου Κάλγκαρι της Αλμπέρτα μελέτησαν τα αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων από περίπου 210.000 άτομα με μέση ηλικία 53 ετών επί τουλάχιστον έξι μήνες και συσχέτισαν τα επίπεδα της χοληστερόλης και των άλλων λιπιδίων που έδειξαν τα τεστ, με τις ώρες νηστείας που είχαν προηγηθεί (από λιγότερο της μιας ώρας έως 16 ώρες).
Όπως διαπίστωσαν, ο μέσος όρος της ολικής χοληστερόλης και της «καλής» χοληστερόλης (HDL – λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας) διέφεραν ελάχιστα (λιγότερο από 2%) μεταξύ των ανθρώπων, άσχετα με το πόσες ώρες είχαν φάει πριν την εξέταση. Κάπως μεγαλύτερη (κοντά στο 10%) ήταν η διαφορά μεταξύ φαγωμένων – νηστικών ανθρώπων όσον αφορά την «κακή» χοληστερόλη (LDL – λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας), ενώ γύρω στο 20% ήταν η διαφορά όσον αφορά τα τριγλυκερίδια.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος νηστείας εμφανίζει μικρή συσχέτιση με τα επίπεδα των λιπιδίων. Αυτή η διαπίστωση δείχνει ότι η νηστεία για τις εξετάσεις ρουτίνας είναι σε μεγάλο βαθμό περιττή.