Τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες, οι οποίες κατά την εγκυμοσύνη τους έπαιρναν το αντιεπιληπτικό φάρμακο βαλπροϊκό νάτριο, αντιμετωπίζουν σημαντικά αυξημένο -περίπου πενταπλάσιο- κίνδυνο εμφάνισης νευροαναπτυξιακών διαταραχών, σύμφωνα με μία νέα γαλλική επιστημονική έρευνα. Μία άλλη αμερικανική μελέτη βρήκε ότι οι έγκυες που παίρνουν βαλπροϊκό οξύ έχουν διπλάσιο κίνδυνο να γεννήσουν παιδί με αυτισμό ή ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Ροζμαρί Ντρε-Σπιρά της Εθνικής Γαλλικής Υπηρεσίας για την Ασφάλεια των Φαρμάκων (ANSM), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Scientific Reports», ανέλυσαν ιατρικά αρχεία για περίπου 1,72 εκατομμύρια παιδιά. Διαπιστώθηκε ότι 11.549 μητέρες είχαν κάνει χρήση κάποιου αντιεπιληπτικού φαρμάκου κατά την εγκυμοσύνη, ενώ 15.458 παιδιά (το 0,9% του συνόλου), αργότερα, είχαν διαγνωσθεί με κάποια νευροαναπτυξιακή διαταραχή.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα φάνηκε να δημιουργεί το βαλπροϊκό νάτριο, καθώς 50 από τα 991 παιδιά (ποσοστό 5%), των οποίων οι έγκυες μητέρες είχαν πάρει αυτό το φάρμακο λόγω επιληψίας, διαγνώσθηκαν αργότερα με νευροαναπτυξιακή διαταραχή, έναντι ποσοστού μόνο 0,9% μεταξύ των παιδιών των οποίων οι μητέρες κατά την εγκυμοσύνη δεν είχαν πάρει αντιεπιληπτικά φάρμακα.
Τα παιδιά που ως έμβρυα πριν τη γέννησή τους είχαν εκτεθεί στο βαλπροϊκό νάτριο εμφάνιζαν 5,1 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα για νοητική καθυστέρηση, 4,7 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα για μαθησιακές, γλωσσικές και κινητικές δυσκολίες, καθώς, επίσης, 4,7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για διαταραχές του φάσματος του αυτισμού.
Ο κίνδυνος δεν ήταν αυξημένος εά η έγκυος έπαιρνε το αντιεπιληπτικό φάρμακο μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης, ενώ ήταν μικρότερος όσο μικρότερη ήταν και η δοσολογία του φαρμάκου που χορηγείτο στη μητέρα.
Τα παιδιά που είχαν γεννηθεί από μητέρες, οι οποίες κατά την εγκυμοσύνη έπαιρναν τρία άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα (λαμοτριγίνη, καρβαμαζεπίνη και πρεγκαμπαλίνη), είχαν αντίστοιχα 1,6 φορές, 1,9 φορές και 1,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο κατοπινών νευροαναπτυξιακών διαταραχών. Καθόλου αυξημένος κίνδυνος δεν διαπιστώθηκε για ορισμένα άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα (κλοναζεπάμη, γκαμπαπεντίνη, λεβετιρακετάμη, οξυκαρβαζεπίνη).
Στη δεύτερη μελέτη, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μπράιαν Ντ' Όνόφριο του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα στο Μπλούμινγκτον, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 14.614 παιδιά που είχαν γεννηθεί από μητέρες με επιληψία, από τις οποίες σε ποσοστό 23% έπαιρναν κάποιο αντιεπιληπτικό φάρμακο κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Τα συχνότερα φάρμακα ήταν η καρβαμαζεπίνη (10% των εγκύων), η λαμοτριγίνη (7%) και το βαλπροϊκό οξύ (5%).
Η μελέτη έδειξε ότι οι έγκυες που έπαιρναν βαλπροϊκό οξύ στο αρχικό τρίμηνο της κύησης είχαν 2,3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν παιδί με αυτισμό, καθώς επίσης 1,7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν παιδί που θα διαγνωστεί με ΔΕΠΥ αργότερα. Από την άλλη, η έρευνα δεν βρήκε αυξημένο κίνδυνο αυτισμού ή ΔΕΠΥ για τα παιδιά, των οποίων οι έγκυες μητέρες έπαιρναν τα άλλα δύο φάρμακα κατά της επιληψίας (καρβαμαζεπίνη και λαμοτριγίνη).
«Τα ευρήματά μας έρχονται να προστεθούν σε εκείνα άλλων μελετών, που δείχνουν ότι ορισμένα αντιεπιληπτικά φάρμακα μπορεί να είναι ασφαλέστερα από άλλα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι γυναίκες που κάνουν αντιεπιληπτική θεραπεία, ιδίως με βαλπροϊκό οξύ, θα πρέπει να ζυγίσουν τους πιθανούς κινδύνους για το έμβρυο», δήλωσε ο Ντ' Όνόφριο.
Πηγή: ΑΠΕ