Κρούει τον κώδωνα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας, ο καθηγητής Δημογραφίας κ. Βύρων Κοτζαμάνης, με έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Όπως αποδεικνύεται οι συνθήκες που οδηγούν στην ανάδυση ενός νέου κυρίαρχου τύπου οικογένειας (μιας οικογένειας με λιγότερα από δυο παιδιά) έχουν πλέον δημιουργηθεί. Οι αναπαραγωγικές μας συμπεριφορές έχουν αλλάξει και η πρόσφατη κρίση απλώς επιτάχυνε ελαφρώς τις προ-υπάρχουσες τάσεις πτώσης της γονιμότητας. Μάλιστα, τα μέτρα στήριξης της οικογένειας και του παιδιού που εξήγγειλε η κυβέρνηση, είναι μεν θετικά, αλλά, σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, δεν αναμένεται να οδηγήσουν στην αύξηση -που είναι και το ζητούμενο- του αριθμού των παιδιών που θα κάνουν οι γυναίκες, οι οποίες γεννήθηκαν μετά το 1980.
Τα στοιχεία που παραθέτει ο κ. Κοτζαμάνης
Ο κ. Κοτζαμάνης τεκμηριώνει με στοιχεία τα προαναφερθέντα στην δημοσιευμένη εργασία του στο 37ο τεύχος των Δημογραφικών Νέων του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με θέμα: «Τα νέα μέτρα στήριξης της οικογένειας και του παιδιού και η συμβολή τους στις γεννήσεις και τη γονιμότητα» αναφέροντας ότι «στις γενεές που γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 η γονιμότητα μειώνεται γρήγορα καθώς εάν οι γυναίκες που γεννήθηκαν λίγο πριν από τον πόλεμο έκαναν κατά μέσο όρο 2,2 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν μια εικοσαετία αργότερα (το 1955-59) έκαναν 1,9 παιδιά και οι μετά το 1960 κάνουν όλο και λίγο λιγότερα με αποτέλεσμα όσες έχουν γεννηθεί το 1975 να κάνουν μόλις 1,55 παιδιά/γυναίκα. Ταυτόχρονα, η μέση ηλικία στην τεκνογονία αυξάνεται συνεχώς, από : 26,3 έτη στις γενεές 1960-64 στα 30,3 έτη στις γενεές 1975- 1979».
Η πρόσφατη οικονομική κρίση, σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη εκδηλώθηκε σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την μείωση του πλήθους των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (300 χιλ. λιγότερες ανάμεσα στο 2009 και το 2018), την συνεχή αύξηση της ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών (αύξηση που έχει ξεκινήσει εδώ και μια τριακονταπενταετία) και την μείωση του μέσου αριθμού των παιδιών στις διαδοχικές γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1960. Η επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος και η ήδη σχετικά υψηλή ηλικία στην τεκνογονία κατά την εκδήλωση της κρίσης, θα επηρεάσουν ακόμη και αυτήν την αναπλήρωση των γεννήσεων από τις νεότερες γενεές, καθώς κάποιες από αυτές που θα θελήσουν να κάνουν ένα παιδί μετά τα 35 τους δεν θα το επιτύχουν, καθώς η βιολογική ικανότητα σύλληψης μειώνεται ταχύτατα μετά την ηλικία αυτή. Έτσι, με βάση τις αναλύσεις μας, σημειώνει, οι γυναίκες που γεννήθηκαν την δεκαετία του 1980 κάνουν στο τέλος της αναπαραγωγικής τους ζωής λίγο λιγότερα από 1,5 παιδιά, έναντι 1,8-1,9 παιδιών που έκαναν οι μητέρες τους.
Στο ερώτημα δε που τίθεται από πολλούς «τι μπορεί να γίνει για να ανακοπεί η υπογεννητικότητα στη χώρα μας;» ο κ. Κοτζαμάνης απαντά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι απαιτείται μια προοδευτική αλλαγή των αναπαραγωγικών μας συμπεριφορών και η δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος που θα επιτρέψει την υλοποίηση από τις νεότερες γενεές του επιθυμητού μεγέθους οικογένειας (γύρω στα δύο παιδιά). «Τα όποια μέτρα ληφθούν», δηλώνει «θα πρέπει να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του, ανεξαρτήτως της μορφής της (συμβίωση με/χωρίς σύμφωνο, γάμος, μονογονεϊκή οικογένεια) και προφανώς να στοχεύουν στην αλλαγή των ειδικών και γενικών συνθηκών που επηρεάζουν την έλευσή των παιδιών».
Τονίζει δε ακόμη ότι τα όποια μέτρα ληφθούν «δεν θα ανατρέψουν άμεσα τις υφιστάμενες τάσεις, αλλά σε βάθος χρόνου» και ότι «οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα εάν δεν δημιουργηθεί και ένα γενικότερο ευνοϊκό για την τεκνογονία περιβάλλον».