σε ειδικό τεύχος για τη νόσο COVID-19 του περιοδικού Toxicology Reports, περιγράφει τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούν τα καθολικάlockdown ως κεντρική στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας, παρουσιάζει την Ελλάδα ως παράδειγμα χώρας με συγκεκριμένα, στρατηγικά λάθη στη διαχείριση, και αναδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο της πρωτοβάθμιας φροντίδας και της κοινοτικής υγείας στον έλεγχο της πανδημίας, καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις προς υιοθέτηση σε διεθνές επίπεδο.
Οι συγγραφείς, 24 Έλληνες και ξένοι επιστήμονες από συνολικά 9 χώρες, περιγράφουν ότι η χρήση καθολικών και οριζόντων μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης (lockdown) αποτελούν προσωρινή λύση ανάγκης μόνο, και δεν μπορούν να υιοθετηθούν ως κεντρική στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας. Τονίζουν ότι το δίλημμα μεταξύ υγείας ή οικονομίας είναι στην πραγματικότητα ψευτοδίλημμα, παρουσιάζοντας τις σοβαρές επιπτώσεις των lockdown για την υγεία του πληθυσμού.
Αναφέρουν ως παραδείγματα την αύξηση κατά 35% των καρδιαγειαγγειακών θανάτων στην οικία που καταγράφηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και την εκτιμώμενη απώλεια 1,7 εκατομμυρίου ετών ζωής στην Ελβετία λόγω των ψυχικών επιπτώσεων των περιοριστικών μέτρων. Επισημαίνουν τον αυξημένο κατά 63% κίνδυνο πρόωρου θανάτου για τους ανέργους, και τη μέση απώλεια 10 ετών ζωής στα άτομα με ψυχική νόσο, που αναμένεται να αυξηθούν ραγδαία ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων.
Τονίζουν ότι μέχρι στιγμής έχουμε καταγράψει μόνο «την κορυφή του παγόβουνου» σε σχέση με τις επιπτώσεις των lockdown, και χαρακτηρίζουν αυτή τη στρατηγική ως φαύλο κύκλο που δεν επιφέρει μόνιμα οφέλη. Σημειώνουν με έμφαση ότι η σημερινή στρατηγική παραβιάζει βασικές αρχές Δημόσιας Υγείας διότι όλα τα μέτρα λαμβάνονται με βάση μόνο τα δυνητικά οφέλη των ακραίων περιοριστικών μέτρων ως προς τη νόσο COVID-19, ενώ αγνοούν πλήρως τις αρνητικές κοινωνικές, οικονομικές, ψυχικές και σωματικές επιπτώσεις των μέτρων, που αναμένεται να είναι μακροχρόνιες και να αφορούν νεότερα και πιο παραγωγικά κομμάτια του πληθυσμού, ακόμη και παιδιά.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι παρά την ανάγκη να ενισχυθούν, τα νοσοκομεία είναι αδύνατο να αντιμετωπίσουν την πανδημία λόγω της εκτεταμένης και ταχείας διασποράς του ιού στον πληθυσμό. Περιγράφουν τον στρατηγικό ρόλο της πρωτοβάθμιας φροντίδας και της κοινοτικής υγεία σε πολλαπλά επίπεδα, τόσο στη διατήρηση της υγείας του πληθυσμού όσο και στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη σχετικά με τη νόσοCOVID-19, συμπεριλαμβανομένης και της στρατηγικής έγκαιρου εντοπισμού ασθενών και ιχνηλάτησης επαφών.
Παρουσιάζουν την Ελλάδα ως ένα από τα παραδείγματα χωρών όπου η έμφαση δόθηκε, όπως αναμενόταν, στη στήριξη των νοσοκομείων, χωρίς όμως την παράλληλη στρατηγική ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Ως αποτέλεσμα, η χώρα αναγκάστηκε να καταφύγει σε δεύτερο καθολικό lockdown με σημαντικά αυξημένο αριθμό θανάτων από COVID-19. Περιγράφουν στρατηγικά λάθη της Ελλάδας στη διαχείριση της πανδημίας όπως την έλλειψη άμεσης πρόσβασης σε διαγνωστικό έλεγχο όλων των ύποπτων για COVID-19 ατόμων και των επαφών τους, την πραγματοποίηση δειγματοληψιών και διαγνωστικού ελέγχου από τα εφημερεύοντα νοσοκομεία, την απόσπαση προσωπικού από Κέντρα Υγείας και Περιφερειακά Ιατρεία στα νοσοκομεία (υποβαθμίζοντας περαιτέρω την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας) και τη χρήση των νοσοκομείων κατά καιρούς ως κέντρων απομόνωσης ολιγοσυμπτωματικών ασθενών που δεν έχρηζαν νοσηλείας.
Ως αποτέλεσμα, τα νοσοκομεία βρίσκονται υπό ασφυκτική πίεση, ενώ σημειώνουν ότι, αντί για μια στρατηγική επιδημιολογικής επιτήρησης με τυχαίες ή αντιπροσωπευτικές δειγματοληψίες σε τοπικό επίπεδο για την έγκαιρη αξιολόγηση του ιικού φορτίου στην κοινότητα, πραγματοποιούνταν τυφλές δειγματοληψίες περιορισμένης διάρκειας, που δεν προσφέρουν καμία επιδημιολογική πληροφορία.
Οι επιστήμονες καταλήγουν ότι το κλειδί στην διαχείριση της πανδημίας διεθνώς είναι να προστατευθούν τα νοσοκομεία από την ασφυκτική πίεση, με ένα οργανωμένο σχέδιο ενίσχυσης του ρόλου της πρωτοβάθμιας φροντίδας και της κοινοτικής υγείας, σε συνδυασμό με απαραίτητα αλλά επιλεκτικότερα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και περιορισμών. Σε αυτό το πλαίσιο, καταθέτουν μια λίστα 12 προτάσεων που χρήζουν άμεσης εφαρμογής προς αυτό τον σκοπό. Ταυτόχρονα επισημαίνουν την κρίσιμη σημασία της ελεύθερης πρόσβασης στα επιδημιολογικά δεδομένα για όλη την επιστημονική κοινότητα ώστε να αναλύονται και να κρίνονται διεξοδικά οι αποφάσεις και τα μέτρα.
Οι επιστήμονες καταλήγουν στο ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι, με βάση τη διεθνή εμπειρία, ότι κεντρικός στόχος πρέπει να είναι η προστασία των νοσοκομείων από μη-διαχειρίσιμη πίεση ενώ τα οριζόντια και ακραία περιοριστικά μέτρα έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού και αποτελούν λύση ανάγκης μόνο. Μόνο η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας σε συνδυασμό με επιλεκτικά περιοριστικά μέτρα μπορούν να αποτελέσουν το επίκεντρο μια βιώσιμης στρατηγικής σε κάθε χώρα.
Στη μελέτη συμμετείχαν επιστήμονες από τα εξής πανεπιστήμια:
Αριστοτέλειο Παν. Θεσσαλονίκης, Παν. ΔυτικήςΑττικής, Παν. Θεσσαλίας, Παν. Κρήτης, Παν. Πατρών, Albert Einstein College of Medicine, Univ. of Aberdeen, Univ. of Catania, Univ. of Medicine and Pharmacy of Craiova, Federal Research Centre of Nutrition of Moschow, Georgia Institute of Technology, John Hopkins Bloomberg School of Public Health, King's College London, University of Konstanz, Univ. of Porto, Univ. RoviraiVirgili, Sechenov Univ., Sorbonne Univ. καιUniv. of Utah.