Θάνος Ξυδόπουλος
Οι άνθρωποι που υποφέρουν από αϋπνία και έχουν επίσης υψηλό κίνδυνο αποφρακτικής άπνοιας ύπνου έχουν αυξημένες πιθανότητες θανάτου, συγκριτικά με άτομα χωρίς αυτό το ιατρικό ιστορικό, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Flinders στην Αυστραλία.
Οι επικεφαλής συγγραφείς της μελέτης Δρ. Alexander Sweetman και Yohannes Melaku επισημαίνουν τη σημασία των αυτο-αναφερόμενων συμπτωμάτων και παραγόντων κινδύνου, δύο χρήσιμα εργαλεία, όπως τα χαρακτηρίζουν, για την γρήγορη αξιολόγηση των ευάλωτων πληθυσμών και την εφαρμογή των κατάλληλων θεραπευτικών πρωτοκόλλων.
«Η αϋπνία και η αποφρακτική υπνική άπνοια είναι δύο συχνές διαταραχές του ύπνου, καθεμιά εκ των οποίων αφορά στο 10-30% του γενικού πληθυσμού, αλλά σε πολλούς ανθρώπους συνυπάρχουν», σημειώνει το έτερο μέλος της συγγραφικής ομάδας Δρ. Alexander Sweetman από το Ινστιτούτο Υγείας της Αδελαΐδας.
«Σχεδόν το 50% των ανθρώπων με αποφρακτική υπνική άπνοια έχουν κλινικά σημαντική αϋπνία, ενώ το 30-40% των ατόμων με χρόνια αϋπνία έχουν αποφρακτική υπνική άπνοια. Και οι δύο παθήσεις είναι ανεξάρτητα συνδεόμενες με την κακή ποιότητα ζωής και την αυξημένη ανάγκη για υπηρεσίες υγείας, ενώ τα άτομα με αποφρακτική υπνική άπνοια έχουν κακή ποιότητα ύπνου, μειωμένη λειτουργικότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας, μειωμένη παραγωγικότητα και εμφανίζουν σε υψηλότερο ποσοστό καρδιαγγειακά νοσήματα και προβλήματα ψυχικής υγείας», συμπληρώνει.
Στη μελέτη που δημοσιεύεται στο Sleep Epidemiology, οι Αυστραλοί ερευνητές μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν σχεδόν 7.000 άτομα, με το 74% να μην αναφέρουν κάποια ασθένεια, το 3% να έχει μόνο αϋπνία, ενώ το 3,35 να έχει αϋπνία και αποφρακτική υπνική άπνοια.
Από την ανάλυση των δεδομένων οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η συνύπαρξη αϋπνίας και υπνικής άπνοιας σχετιζόταν με 56% αυξημένο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία συγκριτικά με την απουσία των δύο αυτών καταστάσεων σε εύρος 11 ετών που διήρκεσε η μελέτη και μετά τη συνεκτίμηση κοινωνικοοικονομικών και συμπεριφορικών παραγόντων, χρόνιων παθήσεων και άλλων πιθανών καταστάσεων.