Η κοινή ουσία παρακεταμόλη ή ακεταμινοφαίνη, που περιέχεται σε γνωστά παυσίπονα και αντιπυρετικά και η οποία έως τώρα θεωρείται ασφαλής για τις εγκύους, για πρώτη φορά συσχετίστηκε -από μια νέα αμερικανο-δανική επιστημονική έρευνα- με αυξημένο κίνδυνο να γεννηθούν παιδιά με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, οι ερευνητές ανέφεραν πως πρέπει να γίνουν και άλλες μελέτες για να επιβεβαιώσουν τα αρχικά ευρήματά τους, αν και δεν απέκλεισαν ότι η έρευνα πιθανώς αναδεικνύει μια νέα αιτία για την παγκόσμια αύξηση των περιστατικών ΔΕΠΥ.
Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον δρα Ζεγιάν Λιού του Τμήματος Επιδημιολογίας του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια – Λος Άντζελες (UCLA), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό παιδιατρικής του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου JAMA Pediatrics, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, μελέτησαν στοιχεία για πάνω από 64.000 γυναίκες, από τις οποίες πάνω από τις μισές ανέφεραν ότι πήραν παρακεταμόλη τουλάχιστον μια φορά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Οι γυναίκες αυτές είχαν κατά μέσο όρο 37% μεγαλύτερη πιθανότητα να γεννήσουν παιδί, που κάποια στιγμή αργότερα θα διαγιγνωσκόταν με ΔΕΠΥ. Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας είναι μια νευρο-συμπεριφορική διαταραχή άγνωστης αιτιολογίας, από την οποία πάσχει έως το 5% των παιδιών, με συμπτώματα από πιο απλά έως πιο σοβαρά.
Σε σχέση με τις γυναίκες που δεν είχαν πάρει παρακεταμόλη κατά την εγκυμοσύνη τους, όσες είχαν πάρει, είχαν 29% μεγαλύτερη πιθανότητα να αποκτήσουν παιδί που αργότερα θα έκανε φαρμακευτική αγωγή για ΔΕΠΥ και 13% μεγαλύτερη πιθανότητα το παιδί τους έως την ηλικία των επτά ετών να είχε εμφανίσει συμπεριφορές τύπου ΔΕΠΥ.
Προηγούμενη έρευνα παρείχε ενδείξεις ότι η εν λόγω φαρμακευτική ουσία μπορεί να διαταράξει την φυσιολογική ορμονική λειτουργία και να επιδράσει αρνητικά στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο του εμβρύου.
Άλλοι επιστήμονες, που δεν συμμετείχαν στη νέα μελέτη, επεσήμαναν πως αυτά τα παρατηρησιακά ευρήματα δεν αποδεικνύουν ότι η λήψη παρακεταμόλης όντως προκαλεί ΔΕΠΥ, απλώς αναδεικνύουν μια προκαταρκτική συσχέτιση, η οποία όμως θα πρέπει να επιβεβαιωθεί από μελλοντικές έρευνες.
«Τα ευρήματα από αυτή τη μελέτη πρέπει να ερμηνευθούν με επιφυλακτικότητα και δεν πρέπει να επιφέρουν αλλαγές στην καθιερωμένη πρακτική», δήλωσαν σε σχόλιο τους, στο ίδιο ιατρικό περιοδικό, ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Κάρντιφ της Ουαλίας, με επικεφαλής την Μίριαμ Κούπερ. «Όμως δείχνουν την σημασία που έχει να μην θεωρούμε δεδομένη την ασφάλεια ενός φαρμάκου στη διάρκεια της εγκυμοσύνης», τόνισαν, ενώ πρόσθεσαν ότι οι λόγοι για τους οποίους οι έγκυες γυναίκες έπαιρναν τα παυσίπονα (και όχι αυτά τα ίδια), μπορεί να έπαιξαν ρόλο για την αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης ΔΕΠΥ στα παιδιά τους.