Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια δεν φαίνεται να επηρεάζουν την κοινωνική ανάπτυξη των αγοριών, σε αντίθεση με τα κορίτσια ίδιας ηλικίας, σύμφωνα με μια νέα νορβηγική επιστημονική έρευνα. Από την άλλη, η υπερβολική χρήση οθονών κατά την προσχολική ηλικία συνδέεται με προβλήματα προσοχής και συμπεριφοράς, σύμφωνα με μια καναδική μελέτη.
Τα τελευταία χρόνια το ζήτημα των επιπτώσεων των διαδραστικών ηλεκτρονικών παιχνιδιώνέχει γίνει ιδιαίτερο αντικείμενο ανησυχίας μεταξύ γονιών, εκπαιδευτικών και ειδικών. Οι περισσότερες έρευνες μέχρι σήμερα είχαν επικεντρωθεί στην αρνητική επίδραση των παιχνιδιών αυτών, όπως η επιθετικότητα, η κατάθλιψη και το άγχος.
Η νέα έρευνα, με επικεφαλής την δρα Μπεάτε Βολντ Χίγκεν, που διεξήχθη σε συνεργασία του νορβηγικού Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας με το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, έρχεται να μετριάσει αυτά τα δεδομένα.
Στη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Child Development» της Εταιρείας Έρευνας για την Ανάπτυξη του Παιδιού, έλαβαν μέρος 873 νέοι Νορβηγοί από διάφορα κοινωνικοοικονομικά επίπεδα, ηλικίας έξι έως 12 ετών. Οι παράγοντες που έλαβαν υπόψη οι ερευνητές, ήταν το φύλο, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ο δείκτης μάζας σώματος και ο χρόνος που περνάει το κάθε παιδί παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια με τους φίλους του.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο χρόνος που τα αγόρια ξοδεύουν για βιντεοπαιγνίδια, είναι περισσότερος από όσο αφιερώνουν τα κορίτσια, αλλά δεν επηρεάζει την κοινωνική τους ανάπτυξη. Αντίθετα, τα κορίτσια που σε ηλικία δέκα ετών έπαιζαν πολλά ηλεκτρονικά παιγνίδια, είχαν πιο ασθενείς κοινωνικές δεξιότητες στα 12, ήταν πιο απομονωμένες και είχαν λιγότερες πιθανότητες κοινωνικής συναλλαγής με άλλα κορίτσια της ηλικίας τους. Και αντίστροφα όμως, τα παιδιά που δυσκολεύονταν πολύ στην κοινωνικοποίηση σε ηλικία οκτώ έως δέκα ετών, ήταν πιο πιθανό να παίζουν βιντεοπαιχνίδια στα 10-12 έτη.
Τι συμβαίνει όμως κατά την προσχολική ηλικία;
Ο χρόνος που περνάνε τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπροστά σε μια οθόνη, σχετίζεται με τη μετέπειτα εμφάνιση προβλημάτων προσοχής και συμπεριφοράς, σύμφωνα με μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα.
Στη νέα έρευνα, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή παιδιατρικής Πίους Μαντέιν της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «PLOS ONE» συμμετείχαν 2.400 οικογένειες. Οι γονείς ανέφεραν το συνολικό χρόνο που τα παιδιά τους αφιέρωναν σε μια οθόνη. Ο μέσος χρόνος ήταν 1,5 ώρες την ημέρα στην ηλικία των τριών ετών και 1,4 ώρες την ημέρα στην ηλικία των πέντε ετών.
Σε σύγκριση με τα παιδιά με λιγότερο από 30 λεπτά την ημέρα μπροστά από μια οθόνη, το 13,7% που παρακολουθούσαν περισσότερες από δύο ώρες την ημέρα, ήταν πέντε φορές πιο πιθανό να εκδηλώσουν κλινικά σημαντικά συμπεριφορικά προβλήματα και σχεδόν έξι φορές πιο πιθανό να έχουν προβλήματα απροσεξίας. Επιπλέον, τα παιδιά που παρακολουθούσαν κάποια οθόνη πάνω από δύο ώρες ημερησίως, είχαν σχεδόν οκτώ φορές αυξημένο κίνδυνο να πληρούν τα κριτήρια για ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας).
«Τα δύο πρωτοποριακά ευρήματα από αυτή τη μελέτη είναι ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε οθόνες στην ηλικία των τριών ή των πέντε ετών, παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερα προβλήματα συμπεριφοράς και προσοχής στην ηλικία των πέντε ετών και αυτή η σχέση ήταν μεγαλύτερη από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα κινδύνου που αξιολογήσαμε, συμπεριλαμβανομένου του ύπνου, του άγχους των γονέων και των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων», δήλωσε η Σουκπριίτ Ταμάνα, μεταδιδακτορική ερευνήτρια του Τμήματος Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αμπέρτα.
Ο Μαντέιν ανέφερε ότι η προσχολική είναι μια καλή ηλικία για την ανάπτυξη υγιών σχέσεων με τις οθόνες και τα δεδομένα δείχνουν πως ένα μικρό παιδί δεν πρέπει να ξοδεύει περισσότερα από 30 λεπτά την ημέρα σε μια οθόνη.
Οι ερευνητές εντόπισαν επίσης παράγοντες που παρείχαν προστασία από τις αρνητικές επιπτώσεις του χρόνου παρακολούθησης μιας οθόνης. Ο καλός ύπνος είχε μικρή επίδραση, ενώ η συμμετοχή σε οργανωμένα αθλήματα -και όχι οποιαδήποτε μορφή φυσικής άσκησης- βρέθηκε να έχει πολύ σημαντικό προστατευτικό αποτέλεσμα.
Οι ερευνητές προτείνουν ότι οι γονείς θα πρέπει να προτρέπουν τα παιδιά τους προς τη σωματική άσκηση. Όπως είπε ο Μαντέιν, ίσως η απάντηση είναι η αντικατάσταση του χρόνου που ξοδεύεται μπροστά από μια οθόνη, με μια οργανωμένη αθλητική δραστηριότητα.