Ασήκωτο φορτίο έχει γίνει για το δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας η άναρχη διεκπεραίωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδα Υγείας.
Τα στοιχεία που παρουσίασαν οι ειδικοί στο πλαίσιο του 18ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Management Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΜΥΥ) είναι αποκαλυπτικά για την κατάσταση που επικρατεί.
Στα νοσοκομεία του ΕΣΥ πραγματοποιούνται ετησίως περισσότερες από 2,2 εκατομμύρια νοσηλείες, που αυξάνονται σε 3 εκατ., αν συνυπολογισθούν οι εισαγωγές στα στρατιωτικά και ιδιωτικά νοσοκομεία. Υπολογίζεται ότι 600.000 περιπτώσεις είναι επανεισαγωγές.
Τηρουμένων των πληθυσμιακών αναλογιών και επιδημιολογικών δεδομένων, οι νοσηλείες στην Ελλάδα είναι 63% περισσότερες από τον Μ.Ο. των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι επιστήμονες της ΕΕΜΥΥΥ εκτιμούν πως ότι η υπερβάλλουσα νοσηλευτική επιβάρυνση οφείλεται στην έλλειψη αποτελεσματικής ΠΦΥ και ορθολογικής οργάνωσης της ΕΦΥ, χωρίς να υποτιμάται η ευθύνη μερίδας των νοσοκομειακών στελεχών.
Στα Εξωτερικά Ιατρεία των Νοσοκομείων πραγματοποιείται περίπου το 44% των ετήσιων ιατρικών επισκέψεων που καλύπτονται από δημόσιους πόρους, ενώ στις Μονάδες ΠΕΔΥ μόλις το 22%. Οι υπόλοιπες διεκπεραιώνονται από συμβεβλημένους γιατρούς. Από τα 4,8 εκατομμύρια επισκέψεις στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), υπολογίζεται ότι ποσοστό που εγγίζει ενδεχομένως και το 90%, είναι περιστατικά αρμοδιότητας ΠΦΥ. Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά, στα ΤΕΠ συνωθούνται «το έμφραγμα αγκαλιά με το κρυολόγημα».
Η ΕΕΜΥΥ ως αμιγώς επιστημονικός φορέας υπογραμμίζει πως «δεν υπεισέρχεται στην τακτική της ωραιοποίησης ή της καταστροφολογίας, που χαρακτηρίζει τις πολιτικές, συντεχνιακές και συνδικαλιστικές αντιπαραθέσεις. Επίσης, η ΕΕΜΥΥ δεν υποτιμά την έλλειψη τεχνοκρατικής επάρκειας των νοσοκομειακών διοικήσεων και διευθύνσεων, ούτε τη νομική παρεμπόδιση ανάληψης πρωτοβουλιών, προκειμένου να προσαρμοστεί η νοσοκομειακή επιχειρησιακή λειτουργία στις νέες συνθήκες δραστικού περιορισμού των υλικών και ανθρώπινων πόρων».
Όμως, η συνεχής ποιοτική υποβάθμιση των υπηρεσιών, η απαράδεκτη ταλαιπωρία των πολιτών και η ορατή περιαγωγή του νοσοκομειακού προσωπικού σε κατάσταση εργασιακού burnout δεν αντιμετωπίζονται με την επίκληση ανέφικτων λύσεων. Η ανάγκη ύπαρξης ενός αποτελεσματικού και αξιόπιστου συστήματος Πρωτοβάθμιας και Επείγουσας Φροντίδας είναι επιτακτική και άμεση, ενώ η απουσία του θα έχει αποφασιστική συμβολή στην ενδεχόμενη κατάρρευση και ουσιαστικά ιδιωτικοποίηση του νοσοκομειακού ΕΣΥ.
Η κατάσταση στην ΠΦΥ
Διαχρονικά, η ΠΦΥ αντιμετωπίστηκε με ανευθυνότητα, ήδη από την ίδρυση του ΕΣΥ και συνεχώς μετά. Η δημιουργία των επαρχιακών Κέντρων Υγείας (Κ.Υ.) ήταν η μόνη, από τις προβλέψεις του Ν. 1397/83, που υλοποιήθηκε, συνδέοντας όμως διοικητικά τα Κ.Υ. με τα νοσοκομεία. Σχεδόν αμέσως άρχισε η υποβάθμισή τους και σήμερα παρέχουν πλέον ελάχιστο μέρος των προβλεπόμενων και εν δυνάμει ικανών δυνατοτήτων τους.
Τα αστικά Κέντρα Υγείας ουδέποτε ιδρύθηκαν, κατ΄ απαίτηση και επιβολή αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Οι ιατρικές μονάδες των ασφαλιστικών ταμείων απαξιώθηκαν και παρέμειναν στο επίπεδο της απλής «περιπατητικής» ιατρικής, προκαλώντας κόστος χρόνου και ιδιωτικού χρήματος για τους πολίτες.
Κατά την τελευταία τριακονταετία υπήρξαν πολλές άλλες απόπειρες οργάνωσης της ΠΦΥ, που έμειναν νομοσχέδια καλών προθέσεων ή ανενεργοί νόμοι. Αν και στο μεταξύ διατέθηκαν τεράστιοι πόροι από τον κρατικό προϋπολογισμό, τις ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις και τις ασφαλιστικές εισφορές, το αποτέλεσμα υπήρξε αποκαρδιωτικό.
Συνολικά, ιδρύθηκαν περίπου 560 δημόσιες μονάδες, πέραν όσων λειτούργησαν με πρωτοβουλία της τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων κοινωνικών φορέων. Ουδέποτε όμως διεκπεραιώθηκε συνολικά το πραγματικό έργο της ΠΦΥ. Σε γενικές γραμμές και με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι αστικές και περιφερειακές μονάδες αναλώθηκαν κυρίως στην συνταγογράφηση και ανέλαβαν το εύκολο ρόλο του «τροχονόμου» προς τα νοσοκομεία.
Οι αναγκαίες αλλαγές σύμφωνα με την ΕΜΥΥ
Για την υλοποίηση της Μεταρρύθμισης στην Πρωτοβάθμια/Επείγουσα Φροντίδα, απαιτούνται ταχύτατες αλλαγές στο σύστημα ιατρικής εκπαίδευσης και κυρίως συναφούς ειδίκευσης/εξειδίκευσης ενός αριθμού ιατρών και νοσηλευτών. Συγκεκριμένες προτάσεις είναι:
(α) Άμεση αναγνώριση ως αυτοτελούς ειδικότητας της Επείγουσας Ιατρικής, με ταυτόχρονη μετατροπή θέσεων ειδικευομένων στις κορεσμένες ειδικότητες, στα 20-30 μεγαλύτερα γενικά νοσοκομεία και στα Αυτόνομα ΤΕΠ, που πρέπει επίσης να συσταθούν αμέσως.
(β) Άμεση μετατροπή θέσεων ειδικευομένων, από τις κορεσμένες ειδικότητες σε αυτήν της Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής, με αυστηροποίηση του συστήματος παρακολούθησης του εκπαιδευτικού προγράμματος.
(γ) Άμεση μετατροπή θέσεων ειδικευομένων, από τις κορεσμένες ειδικότητες σε αυτήν της Κοινωνικής Ιατρικής/Δημόσιας Υγείας.
(δ) Θέσπιση επίσημης εξειδίκευσης στην Γηριατρική, ενδεχομένως δε και σε άλλες εξειδικεύσεις της εξωνοσοκομειακής φροντίδας (π.χ. Σχολική Ιατρική).
Ως αποτελεσματικό κίνητρο προσέλκυσης νέων ιατρών στις παραπάνω ειδικεύσεις μπορεί να νομοθετηθεί η υποχρέωση του κράτους να τους προσφέρει συμβόλαια απασχόλησης στις δημόσιες δομές Εξωνοσοκομειακής Φροντίδας.