Όσο πιο ενημερωμένη είναι η γυναίκα και ο σύντροφός της για τις αλλαγές αυτές, τόσο καλύτερα θα μπορέσει να διαχειριστούν τη σεξουαλική τους ζωή, η οποία δε σταματά, απλά διαφοροποιείται.
Κατά την εμμηνόπαυση παρατηρείται μεγάλη πτώση των επιπέδων των γυναικείων ωοθηκικών ορμονών (οιστρογόνων και προγεστερόνης) που προοδευτικά προκαλεί συνήθως έκπτωση της σεξουαλικής επιθυμίας, λέπτυνση έως και ατροφία του κολπικού βλενογόνου και ξηρότητα λόγω ελάττωσης των κολπικών υγρών.
Όσον αφορά στη σεξουαλική πράξη, το στάδιο της διέγερσης είναι αυτό που επηρεάζεται περισσότερο από τις ορμονικές αλλαγές. Κατά την εμμηνόπαυση η εφύγρανση του κόλπου της γυναίκας μειώνεται τόσο ποσοτικά όσο και στο χρόνο εμφάνισης αυτής.
Εκεί δηλαδή που μια γυναίκα σε νεότερη ηλικία θα χρειαζόταν λιγότερο από 1 λεπτό για την έκκριση των κολπικών υγρών, μετά την εμμηνόπαυση μπορεί να χρειαστεί μέχρι και 5 λεπτά για να έχει μια σχετικά ικανοποιητική ποσότητα υγρών.
Αυτό είναι πιθανό να επηρεάσει την επιθυμία της γυναίκας, η οποία μπορεί να αισθανθεί αγωνία, ντροπή και απογοήτευση αντιλαμβανόμενη ότι δεν έχει αρκετά κολπικά υγρά κατά την διάρκεια των προκαταρκτικών με το σύντροφό της.
Επίσης, τα τοιχώματα του κόλπου γίνονται πιο λεπτά και η κλειτορίδα γίνεται πιο ευαίσθητη στα απτικά ερεθίσματα. Όλες αυτές οι ξαφνικές και ριζικές μεταβολές μπορεί να επιφέρουν πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή και ενδεχομένως δυσλειτουργία στο ζευγάρι που δεν ξέρει να τις χειριστεί.
Η δυνατότητα της γυναίκας να έχει οργασμό κατά την εμμηνόπαυση διατηρείται. Αυτό που είναι πιθανό να αλλάξει είναι ο τρόπος που βιώνει τον οργασμό.
Ειδικότερα, η διάρκεια και η ένταση του οργασμού συνήθως μειώνονται μετά την εμμηνόπαυση, αφού παρουσιάζεται μείωση των συσπάσεων της μήτρας. Αυτό δε σημαίνει ότι η γυναίκα σταματάει να απολαμβάνει τις κορυφώσεις τις. Πολύ συχνά μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο, νιώθει πιο ελεύθερη πια να εκφράσει τη σεξουαλικότητά της.
Η γυναίκα απαλλαγμένη πια από τον φόβο της εγκυμοσύνης, αλλά και με λιγότερες αναστολές και πολύ μεγαλύτερη σεξουαλική εμπειρία και γνώση του σώματός της, μπορεί να επικοινωνεί με το σύντροφό της τις σεξουαλικές της ανάγκες και προτιμήσεις και να γεύεται καλύτερα και πληρέστερα την ηδονή της δικής της κορύφωσης.
Η μεγαλύτερη απειλή και εστία προβλημάτων και δυσλειτουργιών στη γυναίκα μετά το πέρας της περιόδου της δεν προέρχονται από τη βιολογική σφαίρα, ούτε από τις αλλαγές στο ορμονικό της περιβάλλον, αλλά από τις παγιωμένες κοινωνικές προκαταλήψεις.
Οι περισσότερες από αυτές πηγάζουν από την άποψη ότι το σεξ αφορά τους νέους ανθρώπους και πρέπει να σταματάει όταν αφαιρείται η αναπαραγωγική ικανότητα της γυναίκας. Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η αξία της σεξουαλικής λειτουργίας σε ένα ζευγάρι είναι κατά πολύ πιο σύνθετη και ξεπερνάει το βιολογικό ένστικτο της γέννησης παιδιών.
Είναι απολύτως υγιές μία γυναίκα στα 50-55 της χρόνια ή και μεγαλύτερη να έλκεται από το σύντροφό της, να τον ποθεί, να ζητά επιβεβαίωση, να θέλει να τον προκαλέσει και τέλος να αναζητά την σεξουαλική της ικανοποίηση και τον οργασμό της.
Η διατήρηση της σεξουαλικής δραστηριότητας της γυναίκας όσο μεγαλώνει είναι δείκτης υγείας για την ίδια και για τη σχέση της.