Ερευνητές από τις Ηνωμένες Πολιτείες αναφέρουν, ότι ανέπτυξαν ένα εμβόλιο που μπορεί να προστατέψει ενάντια στα χλαμύδια, το πιο κοινό σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα στον κόσμο.
Από το 1960, όταν είχε γίνει μια αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας ενός εμβολίου για τα χλαμύδια που έκανε μερικούς ανθρώπους πιο ευάλωτους στη μόλυνση, δεν είχαν ξαναγίνει δοκιμές για τη δημιουργία ενός τέτοιου εμβολίου, αναφέρει δημοσίευμα του βρετανικού Independent.
Μια ομάδα επιστημόνων όμως από την ιατρική σχολή του Χάρβαρντ, πιστεύουν ότι έχουν βρει για ποιο λόγο δε λειτούργησε το παλιό εμβόλιο και υποστηρίζουν πως έχουν ξεπεράσει το πρόβλημα, δημιουργώντας ένα εμβόλιο το οποίο σε πειράματα που έγιναν σε ποντίκια, παρήγαγε κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος απαραίτητα για την προστασία έναντι της μόλυνσης.
Τα χλαμύδια είναι μια πολύ κοινή κατάσταση, η οποία επηρεάζει περίπου 100 εκατ. ανθρώπους κάθε χρόνο σε όλον τον κόσμο. Στους μισούς άντρες και το 70-80% των γυναικών που κολλάνε, δεν εμφανίζονται συμπτώματα. Όμως σε ορισμένους εμφανίζεται πόνος, ενώ αν δε θεραπευτεί η μόλυνση μπορεί να προκαλέσει και στειρότητα.
Αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι συνθήκες υγιεινής και οι υποδομές είναι κακές και όπου τα βακτήρια προκαλούν την εμφάνιση της μόλυνσης chlamydia trachomatis, η οποία μπορεί να μεταδοθεί μέσω της προσωπικής επαφής αλλά και από τις μύγες, μολύνοντας ανθρώπους μέσω των ματιών και προκαλώντας μια κατάσταση που ονομάζεται τράχωμα – η μεγαλύτερη αποτρέψιμη αιτία τύφλωσης στον κόσμο.
Το νέο αυτό εμβόλιο προς το παρόν έχει λειτουργήσει σε ποντίκια, όμως οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενθαρρυντικά και πως ήταν αποτελεσματικό σε μια σειρά από διαφορετικά στελέχη.
Το εμβόλιο που ανέπτυξαν οι επιστήμονες από το Χάρβαρντ χορηγείται σε περιοχές με βλεννογόνους, όπως η μύτη ή κάτω από τη γλώσσα, με τη χρήση νανοσωματιδίων που είναι αρκετά μικρά για να ταξιδέψουν στους λεμφαδένες, παράγοντας μια ανοσολογική απόκριση η οποία μπορεί να εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος.
Τα συμπεράσματα της μελέτης τους δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό Science.