Γράφει για το zougla.gr o Ευάγγελος Φραγκούλης, Γενικός Ιατρός, Αναπληρωτής Αρχίατρος του ΕΔΟΕΑΠ
Δημοσιεύσεις στα σημαντικότερα ιατρικά περιοδικά αυτή την εβδομάδα πυροδότησαν το διάλογο γύρω από τη θέση πως σε αυτή την περίοδο σπάνιων εμβολίων κοροναϊού, μπορούμε να καθυστερήσουμε τη δεύτερη δόση, διπλασιάζοντας αμέσως την προσφορά για άλλους.
Δύο εβδομάδες μετά την πρώτη δόση εμβολίου έναντι του SARS-CoV2, οι άνθρωποι φαίνεται να προστατεύονται καλά από το να αναπτύξουν σοβαρή COVID-19, σύμφωνα με νέα δεδομένα.
Με τη ζήτηση- ανάγκες για εμβολιασμό να ξεπερνούν κατά πολύ την προσφορά και τους θανάτους σε παγκόσμιο επίπεδο να αυξάνονται σταθερά, τα νέα δεδομένα πυροδότησαν μια έντονη συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων και των υπευθύνων χάραξης πολιτικής: μπορούμε να καθυστερήσουμε τη δεύτερη δόση εμβολίου;
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο επείγων χαρακτήρας της πανδημίας απαιτεί ευελιξία, ενώ άλλοι αντιτίθενται στην εγκατάλειψη προσεγγίσεων βάσει επιστημονικών δεδομένων για λόγους σκοπιμότητας. Η καθυστέρηση της δεύτερης δόσης θα μπορούσε να επιτρέψει σε περισσότερους ανθρώπους να κάνουν την πρώτη δόση του εμβολίου, συμβάλλοντας στον περιορισμό της εξάπλωσης του κοροναϊού. Ο αντίλογος είναι πως δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για να δείξουν εάν η προστασία μετά από μια δόση εμβολίου διαρκεί. Τυχόν αλλαγή του χρονοδιαγράμματος εμβολιασμών τώρα θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει σύγχυση και να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στα εμβόλια.
Στις κλινικές δοκιμές, η δεύτερη δόση του εμβολίου Pfizer / BioNTech χορηγήθηκε 21 ημέρες μετά την πρώτη. Η δεύτερη δόση του εμβολίου της Moderna ακολούθησε 28 ημέρες μετά την πρώτη. Και τα δύο εμβόλια ήταν περίπου 94%- 95% αποτελεσματικά μετά από τις δύο δόσεις.
Οι δυο δόσεις του εμβολίου των AstraZeneca / Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης του δόθηκαν με μεσοδιαστήματα 4 έως 12 εβδομάδων σε τέσσερις ξεχωριστές κλινικές δοκιμές. Η αποτελεσματικότητα του κυμαινόταν από 62% έως περίπου 90%, ανάλογα με το σχήμα και την ποσότητα που χορηγήθηκε.
Τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στις χώρες της ΕΕ τα εμβόλια των Pfizer και Moderna έλαβαν άδεια να χορηγηθούν στα σχήματα που εφαρμόστηκαν στις κλινικές δοκιμές τους. Αντίθετα το Ηνωμένο Βασίλειο υιοθέτησε μια διαφορετική προσέγγιση, αποφασίζοντας στα τέλη Δεκεμβρίου να καθυστερήσει τη χορήγηση των επαναληπτικών δόσεων εμβολίων για 12 εβδομάδες μετά τις αρχικές δόσεις, με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πληθυσμιακή κάλυψη. Στην εν πολλοίς μη τεκμηριωμένη αυτή στρατηγική ασκήθηκε έντονη κριτική.
Αλλά τώρα, μερικά νέα δεδομένα φαίνεται να υποστηρίζουν την απόφαση καθυστέρησης.
Δύο Καναδοί ερευνητές σε επιστολή τους που δημοσιεύθηκε στις 17 Φεβρουαρίου στο New England Journal of Medicine υποστηρίζουν πως σε μια νέα ανάλυση των δεδομένων της κλινικής δοκιμής της Pfizer διαπίστωσαν ότι το εμβόλιο έχει αποτελεσματικότητα 92,6% ξεκινώντας δύο εβδομάδες μετά την πρώτη δόση. Αυτό είναι παρόμοιο με το 92,1% αποτελεσματικότητας που ανέφερε η Moderna μετά από μία λήψη του εμβολίου mRNA.
«Η Pfizer είχε αρχικά υπολογίσει την αποτελεσματικότητα της πρώτης δόσης στο 52,4%, αλλά περιελάμβανε περιπτώσεις που εμφανίστηκαν τις δύο πρώτες εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό, όταν η ανοσία εξακολουθούσε να επάγεται. Ο συνυπολογισμός των περιπτώσεων αυτών δεν ήταν μια δίκαια δοκιμασία για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου», λέει η Danuta Skowronski, επιδημιολόγος στο British Columbia Centre for Disease Control. Χρειάζονται δυο εβδομάδες για να παραχθούν αντισώματα και να εκπαιδευτούν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού μας για να επιτεθούν σε έναν ιό. Η νέα εκτίμηση είναι παρόμοια με εκείνη της αξιολόγησης των δεδομένων από τον Οργανισμό Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας- Public Health England.
Ενθαρρυντικά είναι και τα στοιχεία που συλλέγονται παγκοσμίως για την αποτελεσματικότητα της πρώτης δόσης μετά από την εφαρμογή των προγραμμάτων εμβολιασμού- real world data.
Μεταξύ των υγειονομικών στο Sheba Medical Center στο Ισραήλ, τα ποσοστά μόλυνσης μειώθηκαν κατά 75%, 15 έως 28 ημέρες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου Pfizer σε αυτούς που εμβολιάστηκαν συγκριτικά με αυτούς που δεν εμβολιάσθηκαν, αναφέρουν οι ερευνητές στις 18 Φεβρουαρίου στο Lancet. Μάλιστα οι συμπτωματικές περιπτώσεις μειώθηκαν κατά 85%.
Μεταξύ των περίπου 600.000 ατόμων που έλαβαν το εμβόλιο Pfizer μέσω του μεγαλύτερου συστήματος υγειονομικής περίθαλψης του Ισραήλ, το εμβόλιο ήταν 46% αποτελεσματικό στην πρόληψη λοίμωξης από τον ιό, 62% αποτελεσματικό στην πρόληψη σοβαρής νόσου και 72% αποτελεσματικό στην πρόληψη θανάτου δύο ή περισσότερες εβδομάδες μετά την πρώτη δόση, σύμφωνα με δημοσίευση στις 24 Φεβρουαρίου στο New England Journal of Medicine.
Στη Σκωτία, το εμβόλιο Pfizer ήταν 85% αποτελεσματικό στην πρόληψη νοσηλείας 28 έως 34 ημέρες μετά την πρώτη δόση, σύμφωνα με προδημοσίευση μελέτης στις 19 Φεβρουαρίου στο Lancet. Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι το εμβόλιο AstraZeneca ήταν 94% αποτελεσματικό στο να κρατήσει τους ανθρώπους έξω από το νοσοκομείο ένα μήνα μετά την πρώτη δόση. Αυτά τα προκαταρκτικά δεδομένα δεν έχουν ακόμη εξεταστεί διεξοδικά από άλλους επιστήμονες.
Πολλοί κορυφαίοι επιστήμονες δηλώνουν πως οι αριθμοί αυτοί δικαιολογούν την προσωρινή αναβολή των δεύτερων δόσεων για να διασφαλιστεί ότι περισσότεροι άνθρωποι θα λάβουν την πρώτη τους δόση.
Χαρακτηριστικά ο Robert Wachter, επικεφαλής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο αναφέρει πως «Δεν είναι μια δύσκολη μαθηματική ερώτηση. Θα σώσεις πολύ, πολύ περισσότερες ζωές – της τάξης των δεκάδων χιλιάδων ζωών – δίνοντας αυτές τις επιπλέον δόσεις εμβολίου σε ανθρώπους για την πρώτη τους δόση, ανεβάζοντας την προστασία τους από το μηδέν στο 85%, από τη χορήγηση της ίδιας ποσότητας εμβολίων σε ανθρώπους για τη δεύτερη δόση τους και για την αύξηση της προστασίας τους από το 85% στο 95%».
«Η πραγματική κινητήρια δύναμη πίσω από τις προτάσεις για καθυστέρηση των δεύτερων δόσεων είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετά εμβόλια για να καλυφθεί ο πληθυσμός», σύμφωνα με την επιδημιολόγο από τον Καναδά Skowronski. «Η αναβολή της δεύτερης δόσης δεν σημαίνει την ακύρωσή της. Είναι απλώς μια καθυστέρηση που θα μπορούσε να επιτρέψει την ευρύτερη κατανομή του εμβολίου, ειδικά σε άτομα με υψηλό κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου από την COVID-19. Πρέπει να διασφαλίσουμε πως όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι θα πάρουν την πρώτη δόση πριν επιστρέψουμε για να συμπληρώσουμε μια δεύτερη δόση. Κάθε δεύτερη δόση που χορηγούμε ουσιαστικά στερεί σε κάποιον άλλο την βασική προστασία που θα μπορούσε να έχει από την πρώτη δόση εμβολίου. Παρόλο που κανείς δεν ξέρει πόσο θα διαρκέσει η προστασία από την μια δόση, η ανοσία δεν εξαφανίζεται εν μία νυκτί. Αυτό αγοράζει χρόνο».
Στον αντίποδα, είναι δεδομένο πως η δεύτερη δόση βελτιστοποιεί την αποτελεσματικότητα και την διάρκεια της προστασίας από το εμβόλιο. Οι πρώιμες δοκιμές ασφάλειας φάσεων Ι και ΙΙ εξέτασαν και την ανοσολογική απόκριση των ανθρώπων στα mRNA εμβόλια. Τα επίπεδα αντισωμάτων μετά την πρώτη δόση ήταν υπολογίσιμα, αλλά συχνά δεν πλησίαζαν τα επίπεδα που παρατηρούνται σε άτομα που έχουν αναρρώσει από την COVID-19. Το μοτίβο μετά τη δεύτερη δόση όμως ήταν εντυπωσιακό, τα επίπεδα αντισωμάτων εκτοξεύονταν και συχνά ξεπερνούσαν τα επίπεδα από ασθενείς που αναρρώνουν.
Ορισμένοι ειδικοί, συμπεριλαμβανομένου του Dr. Anthony Fauci, του κορυφαίου Αμερικανού λοιμωξιολόγου, φοβούνται ότι η καθυστέρηση των δεύτερων δόσεων διακινδυνεύει την ανοσολογική επιλογή και την ταχύτερη διασπορά μεταλλαγμένων στελεχών. Αυτό συμβαίνει επειδή μια ασθενέστερη ανοσοαπόκριση, επαγόμενη από μία δόση αντί για τις δύο πλήρεις, θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη μεταλλαγμένων στελεχών με μεταλλάξεις που τους βοηθούν να επιβιώσουν.
Σύμφωνα με τον Fauci «τα επιστημονικά δεδομένα» υποστηρίζουν την προτεραιοποίηση της χορήγησης και των δύο δόσεων των σημερινών διαθέσιμων εμβολίων Pfizer και Moderna, αντί επικέντρωσης του διαθέσιμου αποθέματος εμβολίων στην χορήγηση της πρώτης δόσης του εμβολίου σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.
Ο διάλογος επί της βέλτιστης κατανομής των σπανίων εμβολίων έχει ανοίξει για τα καλά και όσο περισσότερα επιστημονικά δεδομένα συσσωρεύονται, τόσο πιο τεκμηριωμένες θα είναι οι επιλογές των κυβερνήσεων επί αυτής.