Ο αιμορραγικός πυρετός της Κριμαίας-Κονγκό (CCHF) είναι μια ιογενής λοίμωξη που μεταδίδεται κυρίως μέσω δήγματος κρότωνα, δηλαδή τσιμπουριού (γένους Nairovirus, οικογένειας Bunyaviridae) και εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην περιοχή της Κριμαίας το 1944. Πρόκειται για μία ασθένεια που εκτείνεται από τη νότια Ρωσία και την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας έως το νότιο άκρο της Αφρικής. Η νόσος θεωρείται ως «αναδυόμενη» σε ολόκληρο τον κόσμο, με πολλές χώρες να αναφέρουν νέες περιπτώσεις CCHF σε ανθρώπους τις τελευταίες δεκαετίες, όπως η Γεωργία, η Τουρκική Δημοκρατία, η Αλβανία και, πιο πρόσφατα, η Ισπανία.
Η κατανομή του CCHF μοντελοποιήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο το 2015 και το 2020 μέσω της μοντελοποίησης οικολογικής θέσης, μιας τεχνικής που χρησιμοποιεί στατιστικές συσχετίσεις δεδομένων παρουσίας και απουσίας με περιβαλλοντικές μεταβλητές όπως η θερμοκρασία και η εδαφοκάλυψη για να προβλέψει χωρικά την οικολογική καταλληλότητα (δηλαδή την πιθανότητα παρουσίας και απουσίας) για το είδος ή την ασθένεια ενδιαφέροντος σε μια περιοχή.
Το 2015 προβλέφθηκε ότι οι περιοχές υψηλής πιθανότητας για την ασθένεια βρίσκονται σε τμήματα της ανατολικής και νότιας Ευρώπης. Σύμφωνα με την ίδια πρόβλεψη, υψηλή οικολογική καταλληλότητα για την CCHF είχαν περιοχές της Ισπανίας, η οποία ωστόσο ήταν κρυμμένη στη δημοσιευμένη κατανομή, καθώς η ασθένεια δεν είχε τότε ακόμη εντοπιστεί στην Ιβηρική.
Το μοντέλο του 2015 δεν έλαβε επίσης υπόψη του τις πιθανές κατανομές των κύριων διαβιβαστών των κροτώνων στην Ευρώπη, δηλαδή των Hyalomma marginatum και H. lusitanicum. Η μελέτη του 2020 παρουσίασε επικαιροποιημένες περιοχές κινδύνου που περιλάμβαναν την Ισπανία, και επίσης συνέκρινε στατιστικά την κατανομή των περιβαλλόντων που εκτιμήθηκαν ως οικολογικά κατάλληλα για ανθρώπινη νόσο CCHF με εκείνη των κύριων διαβιβαστών των κροτώνων.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) ζήτησε να επανεκτιμηθούν και να επικαιροποιηθούν οι κατανομές του 2015 των πιθανών περιοχών για CCHF για την Ευρώπη και τις γειτονικές της περιοχές, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα πρόσφατα δεδομένα εμφάνισης της νόσου όσο και την κατανομή των φορέων της.
Πραγματοποιήθηκαν δύο σύνολα χωρικής μοντελοποίησης, και τα δύο με τη χρήση μιας κοινής δέσμης δεδομένων με συνδιαλλακτικούς παράγοντες πρόβλεψης και με καθιερωμένες από καιρό τεχνικές χωρικής μοντελοποίησης.
Καθώς η εμφάνιση του CCHF στην Ευρώπη είναι πολύ περιορισμένη για να καθοριστούν αξιόπιστες στατιστικές συσχετίσεις μεταξύ των δεδομένων παρουσίας και απουσίας του CCHF στην Ευρώπη και των περιβαλλοντικών συνδιαλλαγών, μοντελοποιήθηκε η παγκόσμια κατανομή της νόσου – συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας – με βάση την υπόθεση ότι ένα παγκόσμιο μοντέλο παρέχει καλύτερη πληροφόρηση για την προβλεπόμενη κατανομή της Ευρώπης και των γειτονικών περιοχών.
Το μοντέλο που προέκυψε υποδεικνύει σημαντικά περισσότερες περιοχές με οικολογική καταλληλότητα για ανάπτυξη του CCHF στην Ευρώπη και τις γειτονικές της περιοχές σε σχέση με το μοντέλο του 2015, κυρίως επειδή βρέθηκαν περισσότερες καταγραφές της νόσου στην Αλβανία, την Ελλάδα, την Ισπανία και τη Δυτική Ασία. Η περιβαλλοντική καταλληλότητα εκτείνεται σε μεγάλο μέρος της βόρειας Ευρώπης και του βόρειου Καυκάσου.
Σύμφωνα με σημερινό οδηγό που εξέδωσε το ECDC για διαχείριση του αιμορραγικού πυρετού της Κριμαίας-Κονγκό, τα παραπάνω δεδομένα υποδηλώνουν ότι ορισμένες χώρες που δεν έχουν ακόμη καταγράψει CCHF μπορεί να επωφεληθούν από την προσοχή που πρέπει να δώσουν σε αυτόν τον κίνδυνο – ιδίως εκείνες που έχουν μεσογειακές ακτές. Σε σύγκριση με το μοντέλο του 2015, αρκετές περιοχές παρουσιάζουν αυξημένη οικολογική καταλληλότητα για CCHF, ιδίως θύλακες σε όλη τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, τα Βαλκάνια και τον Καύκασο.