Το 43,2% των εφήβων στην Ελλάδα δεν είναι ικανοποιημένο από τη ζωή του, με τα κορίτσια να έχουν υψηλότερο ποσοστό (48%) σε σχέση με τα αγόρια (38,4%), σύμφωνα με στοιχεία έρευνας για την ψυχοκοινωνική υγεία.
Όπως αυτά προκύπτει από τις ανακοινώσεις του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας (ΕΠΙΨΥ) με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας 2019 την Πέμπτη η χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή αυξάνεται στη διάρκεια της εφηβείας, από 23,6% στην ηλικία των 11 ετών, σε 49,9% στην ηλικία των 13 και 55,0% στην ηλικία των 15 ετών.
Το ποσοστό της χαμηλής ικανοποίησης από τη ζωή αυξήθηκε συγκριτικά με τα αντίστοιχα ευρήματα προηγούμενων ερευνών από το 2002 στο 2018 (από 30,3% σε 43,2%).
Όσον αφορά την αυτοαξιολόγηση που κάνουν για την υγεία τους, 1 στους 12 εφήβους (8,1%) αξιολογεί την υγεία του ως «μέτρια» ή «κακή», με τα κορίτσια και πάλι να είναι σε δυσμενέστερη θέση (9,5% έναντι 6,7% των αγοριών).
Όπως και για την ικανοποίηση από τη ζωή έτσι και για την αξιολόγηση της υγείας, οι αναφορές για μέτρια/κακή υγεία αυξάνονται με την ηλικία από τα 11 (5,1%) και 13 (7,5%) στα 15 έτη (11,5%), αναφέρει το ΑΜΠΕ.
Πώς επηρεάζει η οικονομική κατάσταση
Η ικανοποίηση από τη ζωή και την υγεία φαίνεται να συνδέονται με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας των εφήβων.
Προκύπτει λοιπόν ότι περισσότεροι από τους μισούς εφήβους (51,7%) των οποίων η οικογένειά ανήκει στο κατώτερο οικονομικό στρώμα, αναφέρουν χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή, έναντι των δύο στους πέντε (43,3%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο μεσαίο οικονομικό στρώμα και ενός στους τρεις (37,5%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο ανώτερο.
Ένας στους εννέα εφήβους (10,6%) των οποίων η οικογένειά ανήκει στο κατώτερο οικονομικό στρώμα, αξιολογεί την υγεία του ως «κακή» ή «μέτρια», έναντι ενός στους δεκατρείς (7,9%) όσων η οικογένειά ανήκει στο μεσαίο οικονομικό στρώμα και ενός στους δεκαπέντε (6,8%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο ανώτερο στρώμα.
Τα συμπτώματα
Δείκτη κακής υγείας και ύπαρξης ψυχολογικών συγκρούσεων και στρεσογόνων καταστάσεων αποτελεί η παρουσία συμπτωμάτων στην εφηβεία. Σύμφωνα με πολλές μελέτες, φαίνεται να συνδέεται με το χαμηλό επίπεδο ικανοποίησης από το σχολείο και τις σχέσεις με φίλους και γονείς και, ειδικά στα κορίτσια, με την αρνητική εικόνα για την εξωτερική εμφάνιση.
Περισσότεροι από δύο στους πέντε εφήβους (44,0%) αναφέρουν παρουσία τουλάχιστον δύο συμπτωμάτων, τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Η νευρικότητα (36,6%), η δυσθυμία (36,5%) και η ακεφιά (22,8%) αναφέρονται συχνότερα.
Οι αναφορές σε πρόσφατα συμπτώματα αυξάνονται από την ηλικία των έντεκα (33,0%), σε αυτήν των δεκατριών (47,6%) και δεκαπέντε ετών (50,6%). Τα κορίτσια αναφέρουν παρουσία συμπτωμάτων σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό (52,5%) συγκριτικά με τα αγόρια (35,4%).
Καταθλιπτικό συναίσθημα
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εφηβείας αποτελεί το καταθλιπτικό συναίσθημα που αποχωρεί σταδιακά με την έξοδο από αυτήν.
Ωστόσο, τα καταθλιπτικά συμπτώματα σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να δηλώνουν την παρουσία κατάθλιψης η οποία χρήζει θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Στην έρευνα, υπολογίστηκε με τη βοήθεια ειδικής κλίμακας το ποσοστό των εφήβων με καταθλιπτικό συναίσθημα που ενδέχεται να συνδέεται με κλινική κατάθλιψη. Διαπιστώθηκε πως το 28,2% των εφήβων 11-15 ετών εμφανίζουν καταθλιπτικό συναίσθημα, το οποίο αυξάνεται από την ηλικία των έντεκα (15,0%), στην ηλικία των δεκατριών (31,8%) και των δεκαπέντε ετών (37,1%).
Τα κορίτσια και πάλι φαίνεται ότι βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, με το αντίστοιχο ποσοστό για εκείνα να ανέρχεται στο 36,1% έναντι του 20,2% για τα αγόρια.
Οι επιπτώσεις από το χρόνιο άγχος
Ευρύ φάσμα επιπτώσεων, τόσο στη σωματική όσο και την ψυχολογική υγεία των εφήβων, φαίνεται πως έχει το χρόνιο άγχος που συνδέεται με πλήθος χρόνιων νοσημάτων στην ενήλικη ζωή.
Υπολογίστηκε η μέση τιμή άγχους στους εφήβους με τη χρήση ειδικής κλίμακας ανίχνευσης (οι έφηβοι ρωτήθηκαν για τη συχνότητα με την οποία τις 30 τελευταίες ημέρες ένιωσαν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν/διαχειριστούν σημαντικά πράγματα στη ζωή τους και προσωπικά τους προβλήματα).
Τα ευρήματα για το 2018, δείχνουν πως η μέση τιμή άγχους στην κλίμακα (εύρος τιμών κλίμακας: 0-16, υψηλότερη τιμή υποδεικνύει περισσότερο άγχος) αυξάνεται με την ηλικία: από 4,8 στην ηλικία των έντεκα ετών σε 6,1 και 6,3 αντίστοιχα στις ηλικίες των δεκατριών και δεκαπέντε ετών.
Υψηλότερες τιμές άγχους εμφανίζουν και πάλι τα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια (6,2 και 5,2 αντίστοιχα), καθώς και οι μαθητές από οικογένειες χαμηλού οικονομικού επιπέδου (6,1) σε σύγκριση με τους εφήβους από οικογένειες μέσου (5,8) και ανώτερου (5,4) οικονομικού επιπέδου.
Αυτοτραυματισμοί και απόπειρες αυτοκτονίας
Ένας στους τέσσερις εφήβους, ποσοστό 25,6%, ηλικίας 16 ετών απάντησε το 2015 ότι έστω και μια φορά στη ζωή του έχει σκεφτεί να βλάψει ηθελημένα τον εαυτό του, τα κορίτσια σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (36,3% και 14,6%, αντίστοιχα).
Χαμηλό, ωστόσο άξιο προσοχής, είναι το ποσοστό των εφήβων (8,7%) που απαντούν ότι έχουν σκεφτεί τουλάχιστον τρεις φορές στη ζωή τους να βλάψουν ηθελημένα τον εαυτό τους, τα κορίτσια σε υπερτριπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (13,1% και 4,2%, αντίστοιχα).
Διαχρονικά, από το 1999 στο 2015, το ποσοστό των εφήβων που απαντούν ότι έχουν σκεφτεί να βλάψουν ηθελημένα τον εαυτό τους, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, μειώνεται σημαντικά από 39,4% σε 25,6%.
Ένας στους έντεκα εφήβους ηλικίας 16 ετών (9,0%), αναφέρει ότι έστω και μια φορά στη ζωή του έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, τα κορίτσια σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (12,4% και 5,5%, αντίστοιχα).
Ποσοστό 3,9% των εφήβων, απαντούν ότι έχουν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας τουλάχιστον δύο φορές στη ζωή τους, τα κορίτσια και πάλι σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (5,6% και 2,1%, αντίστοιχα). Αξίζει να σημειωθεί ότι ποσοστό 1,6% απάντησαν ότι για την απόπειρα αυτοκτονίας που έκαναν χρειάστηκε να τους δει γιατρός και ποσοστό 0,6% να νοσηλευτούν.
Διαχρονικά, από το 1984 έως το 2015, το ποσοστό των εφήβων που απαντούν ότι έχουν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας τουλάχιστον μια φορά στη ζωή, παρουσιάζει διακυμάνσεις: από 6,5% το 1984, αυξάνεται σε 15,1% το 1999, οπόταν και μειώνεται σταδιακά φτάνοντας το 11,0% το 2011 και το 9,0% το 2015.
Τα στοιχεία της έρευνας
Τα ευρήματα της έρευνας προκύπτουν από τις απαντήσεις των ίδιων των εφήβων (αυτοαξιολόγηση) σε ανώνυμο ερωτηματολόγιο και βοηθούν τους ειδικούς να κατανοήσουν καλύτερα τα ζητήματα που σχετίζονται με την ψυχοκοινωνική τους υγεία.
Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τις πανελλήνιες επιδημιολογικές έρευνες του ΕΠΙΨΥ «Πανελλήνια έρευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των έφηβων-μαθητών» (Έρευνα HBSC/WHO) και «Πανελλήνια έρευνα στο σχολικό πληθυσμό για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες εξαρτητικές συμπεριφορές» (Έρευνα ESPAD) που πραγματοποιούνται σε διαδοχικά έτη και επαναλαμβάνονται ανά τετραετία.