Ο διαβήτης περιγράφει την πάθηση που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του οργανισμού να ρυθμίσει αποτελεσματικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Συχνά προκύπτει από την ανεπαρκή παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας ή από την ανάπτυξη αντίστασης στην ινσουλίνη από τα κύτταρα του σώματος ή τη συνύπαρξη των δύο παραγόντων. Αυτό οδηγεί σε επίμονα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, τα οποία συνδέονται με σοβαρούς κινδύνους για την υγεία, όπως καρδιακές παθήσεις, βλάβες στα νεύρα και στα νεφρά.
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι διαβήτη:
Διαβήτης τύπου 1: Πρόκειται για μια αυτοάνοση πάθηση, όπου το ανοσοποιητικό επιτίθεται στο πάγκρεας, μειώνοντας την ικανότητά του να παράγει ινσουλίνη.
Διαβήτης τύπου 2: Αυτός ο τύπος είναι πιο συχνός και χαρακτηρίζεται από μείωση της παραγωγής ινσουλίνης ή της ανταπόκρισης των κυττάρων στην ινσουλίνη, η οποία συχνά επηρεάζεται από τη διατροφή και τους παράγοντες του τρόπου ζωής.
Ο ρόλος της κατανάλωσης πρόσθετων σακχάρων στην ανάπτυξη διαβήτη
Όπως αναφέρει η διαιτολόγος – διατροφολόγος και ειδικός σε θέματα διαβήτη, Imashi Fernando σε άρθρο της στο Healthline, έχει διαπιστωθεί ότι η συχνή κατανάλωση σακχαρούχων ροφημάτων συνδέεται σημαντικά με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Μελέτες σε 175 χώρες έχουν δείξει συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης σακχάρων και του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη: Η υψηλή κατανάλωση αυξάνει τον κίνδυνο, ενώ η χαμηλότερη κατανάλωση έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Παρ’ όλο που είναι δύσκολο να διαπιστωθεί άμεση αιτιώδης συνάφεια, η σχέση μεταξύ της πρόσληψης σακχάρων και του κινδύνου διαβήτη είναι αξιοσημείωτα ισχυρή, με τους ερευνητές να επισημαίνουν ως πιθανούς μηχανισμούς τις επιβλαβείς επιδράσεις της φρουκτόζης στο ήπαρ και τον ρόλο της αύξησης του σωματικού βάρους που προκαλείται από την κατανάλωση σακχαρούχων τροφίμων και ροφημάτων.