Η περίοδος της εμμηνόπαυσης σηματοδοτείται από σημαντικές αλλαγές για τον οργανισμό της γυναίκας, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν και τις διατροφικές ανάγκες.
Ειδικότερα, οι ορμονικές μεταβολές που παρατηρούνται κατά την εμμηνόπαυση, οδηγούν σε αύξηση των αναγκών σε ορισμένα θρεπτικά συστατικά και παράλληλα, καθιστούν ιδιαίτερα σημαντική τη ρύθμιση του σωματικού βάρους και την υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών, που προστατεύουν την υγεία του καρδιαγγειακού συστήματος.
Αρχικά, η αυξημένη απώλεια ασβεστίου από τα οστά, που παρατηρείται μετά την εμμηνόπαυση, συμβάλλει στη μείωση της οστικής πυκνότητας και μπορεί σταδιακά να οδηγήσει σε εμφάνιση οστεοπενίας και οστεοπόρωσης. Έτσι, οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες θα πρέπει να λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες ασβεστίου και βιταμίνης D, ώστε να καλύπτουν τις αυξημένες ανάγκες.
Για το ασβέστιο, συστήνεται καθημερινή κατανάλωση 3 μερίδων γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλών σε λιπαρά, ενώ στην περίπτωση της βιταμίνης D, θα ήταν καλό να γίνεται προσδιορισμός των επιπέδων της στο αίμα, ώστε να εξεταστεί η πιθανότητα χορήγησης συμπληρώματος, εάν διαπιστωθεί ανεπάρκεια ή έλλειψη.
Από την άλλη, η αυξημένη τάση εναπόθεσης λίπους στην περιοχή της κοιλιάς εξαιτίας της μείωσης των οιστρογόνων, σε συνδυασμό με τη μείωση της μυϊκής μάζας λόγω ηλικίας, αλλάζει βαθμιαία την εικόνα σώματος, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών και άλλων χρόνιων νοσημάτων.
Επομένως, η διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους θα πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο για την υγεία και ευεξία των γυναικών μετά την εμμηνόπαυση.
Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό η προσπάθεια ρύθμισης του βάρους να περιλαμβάνει ένα ήπια υποθερμιδικό, πλήρες και ισορροπημένο διαιτολόγιο, ιδανικά σε συνδυασμό με κάποια μορφή άσκησης, προκειμένου να μειωθεί στο ελάχιστο η απώλεια μυϊκής μάζας.