Η Μεγάλη Σαρακοστή για πολλούς ανθρώπους είναι συνυφασμένη με μία μακρά περίοδο αποχής από την κατανάλωση ζωικών προϊόντων. Ένα γεγονός που οδηγεί σε μείωση της πρόσληψης ορισμένων πολύτιμων και απαραίτητων θρεπτικών συστατικών.
Αν και η αποφυγή των εν λόγω προϊόντων σίγουρα δεν αποτελεί πρόβλημα για έναν υγιή ενήλικα, δε θα λέγαμε ότι ισχύει το ίδιο για πιο «ευαίσθητες» πληθυσμιακές ομάδες, όπως τα παιδιά και οι έγκυες.
Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι διατροφικές συνήθειες της μέλλουσας μητέρας καλούνται να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες σε ενέργεια και θρεπτικά συστατικά, για την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου και τη φυσιολογική έκβαση της κύησης. Μπορεί, όμως αυτό να επιτευχθεί μέσα από την κατανάλωση ενός νηστίσιμου διαιτολογίου;
Ο βασικότερος προβληματισμός της επιστημονικής κοινότητας αφορά στην πρόσληψη πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας, σιδήρου και ασβεστίου, αφού οι πλουσιότερες πηγές τους δεν καταναλώνονται κατά τη διάρκεια της νηστείας. Βέβαια, ένα προσεκτικά σχεδιασμένο διαιτολόγιο που περιλαμβάνει κατάλληλους συνδυασμούς φυτικών πηγών πρωτεϊνών και επαρκή κατανάλωση φυτικών πηγών σιδήρου και ασβεστίου, όπως τα όσπρια, τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά και τα εμπλουτισμένα δημητριακά, θα μπορούσε θεωρητικά να καλύψει τις ανάγκες μιας εγκύου.
Ωστόσο, θα λέγαμε πως είναι προτιμότερο οι γυναίκες να ακολουθούν ένα πλήρες και ισορροπημένο διατροφικό πρότυπο, που θα περιλαμβάνει όλες τις ομάδες τροφίμων, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν με την κατάλληλη καθοδήγηση να τηρήσουν τη νηστεία μόνο κατά τη διάρκεια της Μ. Εβδομάδας, ώστε να αποφύγουν την πιθανότητα ανεπαρκούς πρόσληψης πολύτιμων θρεπτικών συστατικών.