Το 1927 η Αθήνα αντιμετώπιζε επιδημία Δάγκειου πυρετού, νόσημα που μεταδίδεται μέσω των κουνουπιών (κουνούπι ασιατικό ή τίγρης). Μάλιστα, η έκτακτη αυτή υγειονομική συνθήκη είχε προκαλέσει ντόμινο πιέσεων στην αγορά αναφορικά με τη πώληση λεμονιών. Η τιμή του δημοφιλούς εσπεριδοειδούς είχε εκτοξευτεί καθώς στον χυμό του αποδίδονταν φαρμακευτικές ιδιότητες. Έναν αιώνα μετά ο Δάγκειος πυρετός επιδημιολογικά βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο, με τους ειδικούς του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) να καταγράφουν τα τελευταία χρόνια μονοψήφιο αριθμό αριθμό κρουσμάτων, εισαγόμενων στο σύνολό τους, αλλά να αγωνιούν για το ενδεχόμενο της εγχώριας μετάδοσης της νόσου. Όπως συμβαίνει ήδη σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης καθώς Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία έχουν εφαρμόσει έκτακτα μέτρα ελέγχου στις πύλες εισόδου για να μειώσουν τον κίνδυνο, μετά τα εκατοντάδες περιστατικά.
Την ενδιαφέρουσα αναδρομή στην επίπτωση του Δάγκειου πυρετού έκανε το πρωί της Δευτέρας, στη διάρκεια ομιλίας του, για την Κλιματική Αλλαγή και τα Μεταδιδόμενα Νοσήματα, ο καθηγητής Παθολογίας ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τη Δημόσια Υγεία, κ. Σωτήρης Τσιόδρας.
Το νέο τοπίο στη Δημόσια Υγεία, όπως αυτό διαμορφώνεται με τη ραγδαία εξελισσόμενη Κλιματική Αλλαγή στον πλανήτη, παρουσίασαν έγκριτοι επιστήμονες της χώρας μας κατά την 3η επιστημονική ημερίδα του ΕΟΔΥ στο Κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Κλιματική αλλαγή και Δημόσια υγεία».
Τα μεταδοτικά νοσήματα μπήκαν ευλόγως στο μικροσκόπιο της εκδήλωσης, με ειδική ενότητα εστιασμένη στις επιπτώσεις που έχει φέρει – και θα συνεχίσει ακόμη πιο βίαια να φέρνει- η αλλαγή του κλίματος, αρχής γενομένης από την αύξηση της θερμοκρασίας.
«Το ECDC έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την Ευρώπη. Η αύξηση που καταγράφεται στα κρούσματα Δάγκειου πυρετού στην Ευρώπη είναι 250%. Βεβαίως η μεγάλη επίπτωση αποτυπώνεται στη Νότιο Αμερική, με τη Βραζιλία να καταγράφει αύξηση 450% και να έχει απορροφήσει όλες τις διαθέσιμες ποσότητες εμβολίων για τη νόσο που παράγονται από ιαπωνική φαρμακευτική εταιρία. Ήδη αναζητείται η λύση μέσω των εργοστασίων παραγωγής κουνουπιών, με στοχευμένα είδη κουνουπιών που να εμποδίζουν τους πληθυσμούς ξενιστές να κυκλοφορούν και να μεταδίδουν» ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Τσιόδρας.
Συγκεκριμένα, μέσω της έγχυσης ενός τροποποιημένου γονιδίου στα αρσενικά κουνούπια, εμποδίζεται η ανάπτυξη των απογόνων τους και με αυτόν τον τρόπο ελέγχεται ο πληθυσμός τους. «Δισεκατομμύρια κουνούπια στη βιομηχανία της Βραζιλίας θα παράγονται μολυσμένα με το ειδικό παράσιτο Wolbachia, το οποίο επιδρά στη μετάδοση του Δαγκείου και σε μεγάλα πειράματα που θα δημοσιευθούν το επόμενο διάστημα έδειξαν αποτελέσματα πολύ θετικά στο Μπαγκλαντές και στην Κολομβία» σημείωσε.
Ο καθηγητής εξέφρασε την ελπίδα να μην δούμε και στην Ευρώπη κλίνες με κουνουπιέρες μέσα στους θαλάμους των νοσοκομείων, που αποτελούν μια πρωτοφανή εικόνα στα νοσοκομεία της Βραζιλίας στην προσπάθεια των υγειονομικών αρχών να περιοριστεί η μετάδοση του Δάγκειου πυρετού στον πληθυσμό, και δη στους νοσηλευόμενους.
‘Οπως ανέφερε η Προϊσταμένη Τμήματος Νοσημάτων που Μεταδίδονται με Διαβιβαστές ΕΟΔΥ, κυρία Δανάη Περβανίδου, στην Ελλάδα όλα τα κρούσματα Δάγκειου πυρετού αφορούσαν άτομα που είχαν μολυνθεί σε κάποια ενδημική χώρα της αλλοδαπής. Προϋπόθεση για να συμβεί εγχώρια μετάδοση είναι η παρουσία πληθυσμών κουνουπιών διαβιβαστών (υπάρχουν στην Ελλάδα), η εισαγωγή του ιού στη χώρα μέσω μολυσμένου ταξιδιώτη και η δυνατότητα πρόσληψης του ιού από τα κουνούπια και μετάδοσής του στον υγιή πληθυσμό.
Ο καύσωνας και τα κλιματιστικά στα νοσοκομεία
Το 1987 η Ελλάδα κατέγραψε για πρώτη φορά έναν φονικό καύσωνα – τότε μάλιστα τοποθετήθηκαν και τα πρώτα κλιματιστικά στα νοσοκομεία. Έχασαν τη ζωή τους περίπου 2.000 άνθρωποι, με τον αριθμό τους να έχει αυξηθεί έκτοτε, αλλά ευτυχώς όχι με δραματικό ρυθμό, χάρη στη γνώση που αξιοποιήθηκε τα επόμενα καλοκαίρια.
Η Ελλάδα μέτρησε θύματα και ασθενείς λόγω καύσωνα το 2007, το 2021, το 2023, και οι αρμόδιοι αγωνιούν για το μέγεθος της επίπτωσης που θα έχει και ο καύσωνας του εφετινού καλοκαιριού, τον οποίο αναμένουν με βεβαιότητα, έχοντας ήδη τα σημάδια από τον θερμό χειμώνα και από την ακόμη θερμότερη άνοιξη που προηγήθηκαν. Η επίπτωση της υψηλής θερμοκρασίας στον τρόπο που αναπτύσσονται και μεταδίδονται τα γνωστά παθογόνα αλλά και η δημιουργία νέων, mega virus, αποτελούν μια τεράστια υγειονομική πρόκληση για την επιστημονική κοινότητα και τα συστήματα υγείας.
«Το 2923 καταγράφηκε ως το έτος με τις υψηλότερες θερμοκρασίες στον πλανήτη. Ήδη η μέση θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά 2 βαθμούς, και η κατάσταση αφεθεί χωρίς παρεμβάσεις, σε 70 χρόνια η μέση θερμοκρασία θα έχει αυξηθεί κατά 6 βαθμούς. Η υπερθέρμανση τόσο της ατμόσφαιρας όσο και των ωκεανών αλλάζει δραστικά τον ρόλο τους στη βιωσιμότητα του πλανήτη. Η μεν ατμόσφαιρα εμπλουτίζεται με διοξείδιο του άνθρακα , οι δε ωκεανοί έχουν απορροφήσει τόση ενέργεια που χρειάζονται 10 χρόνια για να επανέλθουν στην κανονική θερμοκρασία αν υποτεθεί ότι λαμβάνονται άμεσα μέτρα. Οι καύσωνες τείνουν να γίνουν μια κανονικότητα» είπε μεταξύ άλλων στην ομιλία του ο Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών, Εθνικός Εκπρόσωπος για την Κλιματική Αλλαγή, κ. Χρήστος Ζερεφός.
Το αποτύπωμα των υψηλών θερμοκρασιών στη Δημόσια Υγεία έδωσε με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κ. Τσιόδρας, μιλώντας για ό,τι συμβαίνει σε λουόμενους στη Βαλτική θάλασσα. Τα παθογόνα που έχουν αναπτυχθεί δεν μολύνουν μόνο τα οστρακοειδή (vibriosis) αλλά και όσους κολυμπούν, έχοντας συσχετισθεί με πολλές δερματικές λοιμώξεις ακόμη και σε σηψαιμία.
Τη σύνδεση των υψηλών θερμοκρασιών και με μη Μεταδιδόμενα νοσήματα έθεσαν τόσο οι προαναφερθέντες επιστήμονες όσο και ο καθηγητής Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής Θεσσαλίας, πρόεδρος του ΕΟΔΥ, κ. Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, στην ομιλία του με θέμα «Ο ρόλος του ΕΟΔΥ στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής
αλλαγής». Όπως ανέφερε, έρευνα που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας έδειξε την επίπτωση της υψηλής θερμοκρασίας σε εγκύους και νεογέννητα, με τα τελευταία να είναι ελλιποβαρή ή και να καταλήγουν. Ο κ. Τσιόδρας αναφέρθηκε σε δεδομένα έρευνας που στοιχειοθέτησε τον αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακό θάνατο 50 ημέρες μετά τον καύσωνα και ο κ. Ζερεφός σε έρευνα που απέδειξε την επίπτωση της θερμοκρασίας είτε υψηλής είτε χαμηλής στη θνησιμότητα.