Στις 19 Ιουλίου 2020 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science από τον Norman E. Sharpless επιστημονικό άρθρο σχετικά με τη σχέση του COVID-19 και τον καρκίνο.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος, Καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίσουν τα ευρήματα αυτής της δημοσίευσης.
Λόγω της πανδημίας από το νέο κορωνοϊό σε όλο τον κόσμο έχουν εφαρμοστεί αυστηρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Οι αποφάσεις που ελήφθησαν ήταν δύσκολες με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.
Ο φόβος για πιθανή μετάδοση αποθάρρυνε τους ασθενείς από τη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων, προληπτικών ελέγχων και θεραπευτικών παρεμβάσεων για άλλα νοσήματα πλην του COVID-19.
Με βάση αυτά τα δεδομένα οι συνέπειες για ασθενείς με ογκολογικά νοσήματα θα μπορούσαν να είναι εξαιρετικά σοβαρές. Στα ογκολογικά νοσήματα η έγκαιρη διάγνωση συνδέεται με ευνοϊκότερη εξέλιξη. Στις ΗΠΑ από την έναρξη της πανδημίας έχει καταγραφεί πτώση του αριθμού των διαγνωσμένων κακοηθειών.
Στην πραγματικότητα όμως δεν έχει μειωθεί η επίπτωση των νοσημάτων αυτών. Οι κακοήθειες συνεχίζουν να διαγιγνώσκονται αλλά δυστυχώς σε περισσότερο προχωρημένο στάδιο. Σε αρκετά νοσοκομεία η πραγματοποίηση προγραμματισμένων χειρουργείων έχει μειωθεί σημαντικά προκειμένου να καλυφθούν επαρκώς οι ανάγκες των ασθενών με COVID-19.
Επιπλέον, κάποιοι ασθενείς λαμβάνουν λιγότερο εντατικά χημειοθεραπευτικά σχήματα ή λιγότερες συνεδρίες ακτινοθεραπείας. Είναι βέβαιο πως οι συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία οδήγησαν σε καθυστερημένες διαγνώσεις και υποθεραπευτικές προσεγγίσεις.
Χρησιμοποιώντας μαθηματικά μοντέλα για τον υπολογισμό της μελλοντικής επίδρασης του COVID-19 στην πρόληψη και θεραπεία ασθενών με καρκίνο του μαστού και του παχέος εντέρου (που οδηγούν συνολικά στο 1/6 του συνόλου των θανάτων από κακοήθειες) την επόμενη δεκαετία αναμένεται πως η θνητότητα θα αυξηθεί σε απόλυτο αριθμό κατά 10.000, αύξηση δηλαδή κατά 1% στη θνητότητα από αυτούς τους τύπους καρκίνου για τα επόμενα δέκα έτη στις ΗΠΑ.
Η επιστημονική κοινότητα πρέπει να διασφαλίσει πως αυτές οι καθυστερημένες διαγνώσεις θα περιοριστούν και η κλινική έρευνα θα συνεχίσει απρόσκοπτα το έργο της.
Οι κλινικές μελέτες που αφορούν στον COVID-19 και τις κακοήθειες είναι εξαιρετικά σημαντικές, αλλά παράλληλα πρέπει να συνεχιστεί και το αμιγώς ογκολογικό ερευνητικό έργο.
Η επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στην προφύλαξη από τον κορωνοϊό και στην έγκαιρη διάγνωση κακοήθων νοσημάτων είναι απαραίτητη ώστε να αποφευχθεί ακόμη μία υγειονομική κρίση.