Η τεχνική αυτή συνίσταται στην τοποθέτηση, στο κατεστραμμένο τμήμα του πνεύμονα, μιας βαλβίδας που το απομονώνει από το φυσιολογικό το οποίο συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά. Θα πρέπει όμως στη συνέχεια ο ασθενής να διακόψει το κάπνισμα.
Για τη μέθοδο αυτή μίλησε ο διευθυντής του τμήματος επεμβατικής πνευμονολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Έσσεν της Γερμανίας, καθηγητής Λουτζ Φράιταγκ (Lutz Freitag) στο πλαίσιο του 21ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Νοσημάτων Θώρακα, το οποίο διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
«Όταν διαγνώσουμε ΧΑΠ σε πρώιμο στάδιο εξηγούμε στον ασθενή τα φάρμακα που μπορούν να βοηθήσουν και χορηγούμε βρογχοδιασταλτικά τα οποία ανοίγουν μέχρι ένα βαθμό του πνεύμονες που έχουν «κλείσει» λόγω του καπνίσματος. Αλλά εάν η βλάβη έχει προχωρήσει και ο πνευμονικός ιστός έχει καταστραφεί , τότε πρέπει να προβούμε σε άλλες θεραπείες. Η βλάβη στον πνευμονικό ιστό σε προχωρημένη ΧΑΠ λέγεται εμφύσημα. Στην προχωρημένη ΧΑΠ με εμφύσημα ένα μέρος του πνευμονικού παρεγχύματος λειτουργεί ενώ το υπόλοιπο είναι κατεστραμμένο. Μπορούμε με χειρουργική επέμβαση να αφαιρέσουμε το τμήμα του πνευμονικού ιστού που είναι κατεστραμμένο ώστε να λειτουργήσει το υγιές κομμάτι που παραμένει. Ένας μη επεμβατικός τρόπος είναι να μπλοκάρουμε το κομμάτι του πνεύμονα που δεν είναι λειτουργικό. Η ενδοσκοπική μέθοδος χρησιμοποιεί μικρές συσκευές, βαλβίδες, οι οποίες τοποθετούνται με βρογχοσκόπηση. Εάν το κάπνισμα έχει καταστρέψει το άνω πνευμονικό παρέγχυμα τότε χρησιμοποιούμε τις βαλβίδες για να μπλοκάρουμε το συγκεκριμένο σημείο που έχει τη βλάβη για να λειτουργεί καλύτερα το φυσιολογικό κομμάτι του πνεύμονα» εξηγεί στο ΑΜΠΕ ο καθηγητής Φράιταγκ.
Προσθέτει ακόμη ότι υπάρχουν και άλλες μέθοδοι , όπως η αποκαλούμενη «κόλλα» που τοποθετείται μέσα στο κατεστραμμένο πνευμονικό παρέγχυμα. «Πρέπει όμως ο ασθενής οπωσδήποτε να σταματήσει το κάπνισμα , γιατί αν συνεχίσει τότε θα συνεχίσει να καταστρέφεται και ο φυσιολογικός ιστός. Εφόσον χρειαστεί μπορούμε να χορηγήσουμε οξυγόνο. Επίσης βάζουμε τους ασθενείς σε πρόγραμμα αποκατάστασης με απλές ασκήσεις έτσι ώστε να αυξήσουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες» τονίζει ο κ Φράιταγκ.
Έρευνα για τη δημιουργία εμβολίου για τον καρκίνο του πνεύμονα
Ο καρκίνος τους πνεύμονα , ο οποίος είναι από τους πιο συχνούς που πλήττουν τον άνθρωπο, είναι μια άλλη θανατηφόρα ασθένεια για την οποία ενοχοποιείται το κάπνισμα. Αν και στην Αμερική και την Ευρώπη έχει μειωθεί η συχνότητά του λόγω της αντικαπνιστικής εκστρατείας στις αναπτυσσόμενες χώρες εξακολουθεί να είναι συχνός και να πλήττει άντρες και γυναίκες. Η πιο συχνή μορφή είναι ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος. Ο καρκίνος του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο είναι μη ιάσιμος και η μέση επιβίωση είναι 1-2 χρόνια. Σε πρώιμο στάδιο και εφόσον αντιμετωπιστεί με χειρουργική επέμβαση και θεραπεία το 20-30% των ασθενών επιβιώνει για 5 χρόνια.
Μια νέα έρευνα για τον σχεδιασμό και τη δημιουργία ενός θεραπευτικού εμβολίου για τον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα ξεκίνησε πριν τρεις μήνες σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες , ανάμεσα στις οποίες και στην Ελλάδα.
«Πρόκειται για μία μελέτη η όποια θα μπορέσει να μας δώσει στοιχεία όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του εμβολίου και όχι απόδειξη. Συμμετέχουν 220 ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα οι οποίοι υποβλήθηκαν σε χημειοθεραπεία και απάντησαν. Το πρώτο στάδιο της μελέτης θα ολοκληρωθεί σε τρία χρόνια από σήμερα. Στο επόμενο στάδιο θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, αλλά μέχρι να γίνει αυτό και να κυκλοφορήσει στην αγορά θα χρειαστούν 10-12 χρόνια» αναφέρει ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτο Ιατρικών Ερευνών της Γαλλίας, Κώστας Κοσματόπουλος.
Ο κ Κοσματόπουλος διευκρινίζει ότι τα εμβόλια για τον καρκίνο είναι θεραπευτικά και όχι προληπτικά και χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τις κλασικές θεραπείες με σκοπό να παρατείνουν τη ζωή των καρκινοπαθών.
«Τα εμβόλια είναι μια νέα ομάδα ανοσοθεραπευτικών φαρμάκων τα οποία σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν την κλασική θεραπεία του καρκίνου. Τα εμβόλια διεγείρουν με έναν ειδικό τρόπο το ανοσοποιητικό σύστημα κατά του καρκίνου ενώ τα άλλα ανοσοθεραπευτικά φάρμακα διεγείρουν το ανοσοποιητικό με ένα πολύ γενικό τρόπο» εξηγεί ο κ Κοσματόπουλος.