Η τάση αυτή διαπιστώνεται την ώρα που οι επιστήμονες και οι φαρμακευτικές εταιρείες επικεντρώνονται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό στους ασθενείς που έχουν λίγα ή καθόλου συμπτώματα μετά την αποτυχία των προσπαθειών που έγιναν τα τελευταία χρόνια να αναχαιτιστεί η πρόοδος της νόσου σε αυτούς που είχαν ήδη συμπτώματα.
Τα στοιχεία των Αμερικανικών Κέντρων για τον Έλεγχο και την Πρόληψη των Ασθενειών (CDC) δείχνουν ότι ο κίνδυνος θανάτου από Αλτσχάιμερ αυξήθηκε κατά 39% μεταξύ του 2000 και του 2010 μολονότι τα ποσοστά θνησιμότητας από άλλες νόσους, όπως ο καρκίνος, τα καρδιολογικά νοσήματα και τα εγκεφαλικά, μειώθηκαν σημαντικά.
Σύμφωνα με άλλα ευρήματα της Ένωσης για το Αλτσχάιμερ τα οποία στηρίζονται και αυτά σε στοιχεία των CDC, αλλά εξετάζουν μόνον τους θανάτους, το ποσοστό θνησιμότητας αυξήθηκε κατά 68% κατά την ίδια δεκαετία.
Μολονότι ο κίνδυνος θανάτου από τη νόσο αυτή εξαρτάται από την ηλικία, το φύλλο, την φυλή και ακόμη και το μέρος στο οποίο κατοικεί ένας ασθενής, είναι απολύτως σαφές ότι αυξάνεται σταθερά για μια μακρά χρονική περίοδο, επισημαίνουν τα Αμερικανικά Κέντρα για τον Έλεγχο και την Πρόληψη των Ασθενειών στην έκθεσή τους.
Αυτοί που είναι 85 ετών και άνω κινδυνεύουν περισσότερο να πεθάνουν από Αλτσχάιμερ από αυτούς που είναι από 65 ως 84 ετών, σύμφωνα με τα CDC. Οι λευκοί και οι γυναίκες διατρέχουν επίσης υψηλότερο κίνδυνο, προσθέτουν.
«Σε σύγκριση με άλλα ξεχωριστά αίτια, η νόσος του Αλτσχάιμερ σημειώνει αύξηση από την περασμένη δεκαετία», αναφέρει το Εθνικό Κέντρο Στατιστικών για την Υγεία του CDC, επισημαίνοντας ότι η «θνησιμότητα από την νόσο του Αλτσχάιμερ αυξάνεται σταθερά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών».
«Η επιδημία του Αλτσχάιμερ αποτελεί σαφώς ένα επείγον ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί», αναφέρει επίσης σε ανακοίνωση με την οποία συνοδεύει την ετήσια έκθεσή της η Ένωση για το Αλτσχάιμερ, η οποία βοηθάει τους ασθενείς, όπως και στην χρηματοδότηση της έρευνας για την αντιμετώπιση του Αλτσχάιμερ.
Και οι δύο εκθέσεις δημοσιοποιούνται την ώρα που οι αξιωματούχοι του τομέα της υγείας στις ΗΠΑ δίνουν μια νέα ώθηση στις προσπάθειες για την καταπολέμηση της ασθένειας, καθώς η κυβέρνηση και τα ερευνητικά κέντρα εργάζονται για να βρουν πιο επικεντρωμένες θεραπείες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους ασθενείς σε πιο πρώιμο στάδιο.
Το αμερικανικό υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε πέρυσι ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση του Αλτσχάιμερ, έπειτα από σχετικό νόμο του 2011, τον οποίο υπέγραψε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος αξιώνει οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες να συντονίσουν την έρευνά τους και να επιταχύνουν τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της νόσου. Εξάλλου ο πρόεδρος επισήμανε το ζήτημα αυτό στην ετήσια ομιλία του στους βουλευτές τον Ιανουάριο.
Επιπροσθέτως η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων εξέδωσε οδηγίες τον περασμένο μήνα για να καταστήσει ευκολότερη την δοκιμή δυνητικών θεραπειών σε ασθενείς νωρίτερα, όταν μπορεί να υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να λειτουργήσουν.
Σήμερα δεν υπάρχει θεραπεία για τη νόσο αυτή, η οποία αποτελεί σύμφωνα με τα CDC την πέμπτη αιτία θανάτου για τους Αμερικανούς ηλικίας 65 ετών και άνω και την έκτη αιτία θανάτου συνολικά.
Σημαντικό είναι και το κόστος της νόσου για τις υπηρεσίες υγείας των ΗΠΑ. Το κόστος της θεραπείας που λαμβάνουν οι πάσχοντες από Αλτσχάιμερ και διάφορες μορφές άνοιας ανερχόταν σε περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια το 2012, προσθέτουν τα CDC, συμπεριλαμβανομένων 140 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είναι οι δαπάνες των κυβερνητικών προγραμμάτων ασφάλισης Medicare και Medicaid. Ως το 2050, το κόστος θα μπορούσε να φτάσει το 1,1 τρισεκατομμύριο δολάρια, επισημαίνουν.
«Χωρίς πολύ σημαντικά ιατρικά επιτεύγματα που θα προλαμβάνουν, θα επιβραδύνουν, ή θα σταματούν την νόσο, ως το 2050 ο αριθμός των ανθρώπων που θα πάσχουν από Αλτσχάιμερ θα μπορούσε να φτάσει τα 13,8 εκατομμύρια», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ένωση για το Αλτσχάιμερ, προσθέτοντας ότι βάσει άλλων υπολογισμών ο αριθμός αυτός μπορεί να ανέρχεται σε έως και 16 εκατομμύρια.
Φέτος, αναμένεται ότι περίπου 450.000 Αμερικανοί θα πεθάνουν από την νόσο, προσθέτει.
Ο Ρόμπερτ Εγκ, ο αντιπρόεδρος δημόσιας πολιτικής της Ένωσης, δήλωσε ότι πρόκειται για μια εθνική κρίση και απηύθυνε έκκληση στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας «να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητές τους και να επικεντρώσουν τους πόρους τους» στην ασθένεια και στο Κογκρέσο να χρηματοδοτήσει πλήρως το σχέδιο δράσης των ΗΠΑ.